Ακριβώς πριν 58 χρόνια (στις 26 Ιουνίου 1967) η κυπριακή Βουλή ομόφωνα ενέκρινε ψήφισμα για την Ένωση. Είναι ενδιαφέρον να διαβάσουμε προσεκτικά το κείμενο του ψηφίσματος πριν το σχολιάσουμε. Έλεγε το ψήφισμα: «Η Βουλή των Αντιπροσώπων, διερμηνεύουσα τους προαιώνιους πόθους του Ελληνισμού της Κύπρου και διαδηλούσα την αμετάκλητον απόφασίν του διά σύντομον εθνικήν αποκατάστασιν, διακηρύττει ότι α) Παρά τας οιασδήποτε αντιξόους περιστάσεις δεν θα αναστείλη τον νυν διεξαγόμενον μετά της ομοθύμου συμπαραστάσεως ολόκληρου του Πανελληνίου αγώνα του, μέχρις ότου ο αγών αυτός ευοδωθή διά της, άνευ ενδιαμέσου τινός σταθμού, ενώσεως ενιαίας και ολοκλήρου της Κύπρου μετά της μητρός Πατρίδος. β) Θα συμβάλη με όλα τα εις την διάθεσίν της μέσα εις την προαγωγήν του κλίματος ψυχικής ενότητος μεταξύ του κυπριακού λαού και του της Μητρός Πατρίδος ως και εις την στενήν συνεργασίαν μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου, απαραιτήτου προϋποθέσεως για την ευόδωσιν του Εθνικού μας Αγώνος».
Το ψήφισμα ήτανε βέβαια έμπνευση της χούντας και προώθησε τη διχοτόμηση κι όχι, βέβαια, την Ένωση. Την «ευόδωση του αγώνα» για την Ένωση τη «λουστήκαμε» τις μέρες της τουρκικής εισβολής. Τέτοιο αυτοκαταστροφικό και λαοκαταστροφικό μπούμερανγκ δεν θα μπορούσαν να επινοήσουν ούτε οι ανίδεοι των ανίδεων της πολιτικής.
Ας ερευνήσουμε όμως τις πολλαπλές τραγικές συνέπειες που επέφερε αυτό το ψήφισμα:
Πρώτον, οι βουλευτές καταπάτησαν τον όρκο τους που, μεταξύ άλλων, λέει ρητά «να υπακούω στο Σύνταγμα και τους νόμους της πατρίδας μου». Άρα αποδείχθηκαν επίορκοι par excellence. Αναμενόταν από τους βουλευτές να ήταν οι θεματοφύλακες του Συντάγματος κι όχι οι σαμποτέρ του. Το προπέτασμα πολιτικο-πολιτειακού καπνού, ονομαζόμενο «ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα» από τους βουλευτές, θυμίζει το αρχαίο ρητό «οίκοι λέοντες εν υπαίθρω δε αλώπεκες» (άτομα που μπορεί να φαίνονται εντυπωσιακά ή σημαντικά στην όψη αλλά δεν διαθέτουν την απαραίτητη κρίση ή ανδρεία). Αναπόφευκτα το ψήφισμα επέφερε σημαντικές μεταβολές στη νοοτροπία των Ε/Κ, κυρίως των νέων. Θεωρείτο «ανδρεία» ή «μαγκιά» η ανυπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και, νομοτελειακά, πολλοί απ' αυτούς δεν δίστασαν να γίνουν μέλη της ΕΟΚΑ Β΄ και να στρέψουν τα όπλα εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεύτερον η αξιοπιστία μας υπέστη βαρύτατο πλήγμα. Μετά απ' αυτό το συμβάν πολλοί Τ/Κ μάς θεωρούν αναξιόπιστους και εκφράζουν αμφιβολίες αν μπορούν να μας εμπιστευτούν όταν και αν έλθουμε σε συμφωνία που αφορά τη λύση του Κυπριακού. Δικαιολογημένα θα διερωτώνται αν θα τηρήσουμε τις πρόνοιες αυτής της λύσης ή αν θα αρχίσουμε πάλι να την υπονομεύουμε. Τούτων λεχθέντων, δεν έπεται ότι οι Τ/Κ παίρνουν άριστα στην αξιοπιστία. Κάθε άλλο. Είναι για αυτόν ίσως τον λόγο που ο ΓΓ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, αποδίδει τεράστια σημασία στο μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Τρίτον, το ψήφισμα το χρησιμοποίησε η χούντα για να απλώσει τα πλοκάμια της σε όλη την κυπριακή κοινωνία. Όταν έγινε το πραξικόπημα στην Ελλάδα στις 21 Απριλίου 1967, μόνο οι ακροδεξιοί υπό τον Γρίβαν το υποστήριξαν. Σύσσωμα τα ΜΜΕ ήταν εναντίον της χούντας, τουλάχιστον τους πρώτους μήνες. Η χούντα όχι μόνο καλωσόρισε το ψήφισμα αλλά με την προπαγάνδα της κατόρθωσε να εμπεδώσει την πεποίθηση στους Κυπρίους ότι ήταν «εθνική κυβέρνηση» και ότι ο στόχος της ήταν η ατόφια Ένωση! Σταδιακά η χούντα «κέρδισε τις καρδιές» των δεξιών και κεντρώων. Αυτό το επίτευγμα οφειλόταν βέβαια και στον πακτωλό χρημάτων που διέθετε η χούντα για να εξαγοράζει δεξαμενές σκέψης, ιδρύματα, πολιτικούς, πρέσβεις, αρθρογράφους, δημοσιογράφους. Όποιος είχε επιφυλάξεις αν η Ένωση ήταν εφικτή θεωρείτο «ανθέλληνας». Όποια δε εφημερίδα αμφέβαλλε για τις «πατριωτικές επιδιώξεις» της χούντας ήταν κίτρινη και ανθενωτική. Το έρεβος της δικτατορίας στην Ελλάδα (1967-74) απλώθηκε και στην Κύπρο με τη συνδρομή της κυπριακής Βουλής.
Τέταρτον, και ίσως το πιο σοβαρό, το ψήφισμα θέριεψε τον τ/κ εθνικισμό. Αξίζει να σημειωθεί ότι, την επομένη μέρα του ψηφίσματος, ξεδιπλώθηκε ένα τεράστιο πανό στην Πλατεία Σεραγιού στη Λευκωσία με το σύνθημα «Διχοτόμηση ή θάνατος». Το ψήφισμα σε συνδυασμό με τα γεγονότα της Κοφίνου οδήγησαν τους Τουρκοκυπρίους να εγκαθιδρύσουν τον Δεκέμβριο του 1967 την «Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση" με πρόεδρο τον Φαζίλ Κουτσιούκ και αντιπρόεδρο τον Ραούφ Ντενκτάς. Όπως δήλωσε ο Κουτσιούκ, «μέχρι να εφαρμοσθούν όλες οι πρόνοιες του συντάγματος του 1960 της Δημοκρατίας, όλοι οι Τούρκοι που ζουν στις τουρκικές περιοχές θα υπάγονται στην Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση». Αυτή η εξέλιξη ήταν ασυζητητί ένα μεγάλο βήμα προς τη διχοτόμηση κι ας τη χλεύαζε τότε η ε/κ ηγεσία. Σε τελευταία ανάλυση, οι βουλευτές στήριξαν σθεναρά τη διχοτόμηση. Οι τότε βουλευτές μας, που πανηγυρικά κερδίζουν τον τίτλο «λαοπλάνοι», δεν μας εξήγησαν πότε και πώς θα επιτυγχανόταν η Ένωση: με πόλεμο όταν η χουντική Ελλάδα δεν είχε ούτε τη διάθεση ούτε τη στρατιωτική ισχύ να συγκρουσθεί με την Τουρκία. Ή με διπλωματία, για να πείθαμε την Τουρκία να εγκαταλείψει εσαεί κάθε ενδιαφέρον και κάθε δεσμό με την Κύπρο ούτως ώστε να γίνει ομαλά και ειρηνικά η Ένωση με τη «σύμμαχό της» Ελλάδα. Εν περιλήψει, το ψήφισμα οδήγησε στη μετωπική σύγκρουση του τ/κ εθνικισμού με τον ε/κ εθνικισμό, εξουδετέρωσε ακόμα και την ιδεολογία της αριστεράς που θα μπορούσε να μετριάσει τον εθνικισμό, με αποτέλεσμα να χάσουμε τη μισή μας πατρίδα και να απειλείται η υπόλοιπη μισή. Δώσαμε το πράσινο φως στην Τουρκία να υφαρπάσει και λεηλατήσει τη βόρεια Κύπρο και να επιζητά αδιάκοπα να βάλει χέρι στο μισό Αιγαίο.
*Οικονομολόγος, κοινωνικός επιστήμονας