*Του Ανδρέα Γρ. Ορφανίδη
Η πρόσφατη αποκάλυψη ότι επίκεινται περαιτέρω αλλαγές στον νέο χάρτη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με «κούρεμα» αντιδημάρχων και πιθανές νέες συνενώσεις δήμων, προκαλεί εύλογα ερωτήματα για τη σοβαρότητα και τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της Πολιτείας στον τομέα αυτό. Η μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που τέθηκε σε εφαρμογή μόλις την 1η Ιουλίου 2024, αποτέλεσε προϊόν πολύχρονων διαβουλεύσεων, ευρύτατης θεσμικής διαβούλευσης, κομματικών διακανονισμών και ενός σαφώς δηλωμένου στόχου για ενίσχυση της τοπικής δημοκρατίας, βελτίωση της παροχής υπηρεσιών και οικονομίες κλίμακας. Η πρόθεση της κυβέρνησης να επιφέρει διορθωτικές επεμβάσεις μόλις ένα χρόνο μετά, οφείλει να κριθεί όχι μόνο ως τεχνική ρύθμιση, αλλά και ως πολιτική επιλογή με σοβαρές προεκτάσεις.
Η αποτυχία ορισμένων δημοτικών σχημάτων να λειτουργήσουν ομαλά, με αποκορύφωμα τις εντάσεις μεταξύ δημάρχων και αντιδημάρχων, αποκαλύπτει αδυναμίες στον αρχικό σχεδιασμό. Η έλλειψη ουσιαστικής διοικητικής ενσωμάτωσης, η απουσία επαρκούς υποστήριξης στις μεταβατικές φάσεις και οι διαφορετικές κουλτούρες λειτουργίας μεταξύ των ενοποιημένων δήμων, φαίνεται ότι δεν προβλέφθηκαν και δεν αντιμετωπίστηκαν εγκαίρως. Ωστόσο, η λύση δεν μπορεί να είναι η άρον-άρον περικοπή θέσεων αιρετών ή η επιλεκτική αναδιάταξη των δήμων υπό την πίεση τοπικών και πολιτικών ισορροπιών.
Η Πολιτεία οφείλει να διαμορφώνει μεταρρυθμίσεις και να προστατεύει τη θεσμική τους αξιοπιστία. Το «κούρεμα» των αντιδημάρχων δεν μπορεί να ερμηνευτεί μόνο ως εξορθολογισμός κόστους, όταν αυτοί αποτελούν εκλεγμένους εκπροσώπους με ρόλο εντολοδόχου των τοπικών κοινωνιών. Αντί της αριθμητικής περικοπής, η κυβέρνηση οφείλει να προχωρήσει άμεσα στη διαμόρφωση ενιαίων οργανογραμμάτων για τους δήμους, στην πλήρη αποκέντρωση διοικητικών και οικονομικών αρμοδιοτήτων, καθώς και στην καθιέρωση επαγγελματικής διοίκησης σε όλα τα επίπεδα.
Οι όποιες τροποποιήσεις στους χάρτες των συνενωμένων δήμων πρέπει να βασίζονται σε πλήρεις αξιολογήσεις λειτουργικότητας, κόστους και κοινωνικής συνοχής, όχι σε συγκυριακές πιέσεις. Η ανάγκη για επανεξέταση του σχήματος δήμων όπως της Πάφου και της Λεμεσού, όπου οι εντάσεις είναι έντονες, δεν πρέπει να οδηγήσει σε αποδόμηση της συνολικής φιλοσοφίας της μεταρρύθμισης. Η λύση είναι η ενίσχυση της τεχνοκρατικής τεκμηρίωσης, η δημιουργία μηχανισμών παρακολούθησης και αξιολόγησης και η ουσιαστική στήριξη των νέων δημοτικών σχημάτων σε βάθος χρόνου.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι θεσμός - πυλώνας της δημοκρατίας, όχι χώρος πολιτικής διευθέτησης. Ως εκ τούτου, χρειάζεται ένα εθνικό σχέδιο λειτουργικής βελτίωσης, σταθεροποίησης και υποστήριξης της μεταρρύθμισης, με συντονισμό Υπουργείου Εσωτερικών, Ένωσης Δήμων και ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων. Σε αντίθετη περίπτωση, η μεταρρύθμιση κινδυνεύει να μετατραπεί σε ακόμη μία περίπτωση που θα χαθεί μέσα στον κυκλώνα ευκαιριακής αντιπολίτευσης, κομματικών αντιπαραθέσεων και ανεπίτρεπτης μικροπολιτικής.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην Πρύτανη