Sevgul Uludag
Τηλ: 99966518
Η φίλη μας Leyla Ulubatli έγραψε την ιστορία «Μια μικρή ξύλινη βαλίτσα» και την ιστορία του φίλου της Αντρέα από την Άσσια. Θέλω να μοιραστώ με τους αναγνώστες μου αυτή την ιστορία. Ακολουθεί το πρώτο μέρος του κειμένου της Leyla Ulubatli: «Μερικές φορές μια βαλίτσα είναι ο δρόμος που σε φέρνει κοντά στους αγαπημένους σου. Μερικές φορές είναι μια φυλακή που παγιδεύει τις αναμνήσεις και τον πόνο σου. Μερικές φορές είναι ένα ταξίδι προς την ελπίδα. Μερικές φορές είναι ένα καταφύγιο που σε μεταφέρει στην παιδική σου ηλικία. Μερικές φορές είναι η ιστορία του να γίνεις πρόσφυγας. Ακριβώς όπως η ιστορία του Αντρέα».
Ο Αντρέας που είπε την ιστορία του στη Leyla.
Πριν από 25 χρόνια
«Γνωρίσαμε τον Αντρέα και την Άρτεμη ακριβώς πριν από 25 χρόνια σε μια δικοινοτική ειρηνευτική εκδήλωση. Ήταν η πρώτη φορά που μετέβαιναν στο βόρειο τμήμα του νησιού μετά τον πόλεμο. Ήταν λίγο ανήσυχοι και πολύ ενθουσιασμένοι. Μας δόθηκε περιορισμένος χρόνος υπό την επιτήρηση της αστυνομίας, προσπαθούσαμε να γνωρίσουμε για πρώτη φορά εκείνους που μας είχαν διδάξει ότι ήταν «εχθροί μας». Επειδή ήξερα λίγα ελληνικά, ήμουν σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με πολλούς άλλους στην ομάδα μας. Μιλούσαμε συνεχώς χωρίς κανένα εμπόδιο, κάνοντας ο ένας στον άλλο ερωτήσεις και λέγοντας ο ένας στον άλλο διάφορα πράγματα. Κυρίως μιλούσαμε η Άρτεμη και εγώ. Και μας εξέπληξε το γεγονός ότι ήμασταν ίδιοι. Το φαγητό μας, τα αστεία μας, οι παραδόσεις μας.
Ο Αντρέας παρατηρούσε και μερικές φορές απαντούσε σε ερωτήσεις. Αλλά γενικά ήταν ήσυχος και σκεπτικός. Το βλέμμα του ήταν μακρινό, σαν να είχε χαθεί σε βαθιά πηγάδια θλίψης. Διέκοψε τη συζήτησή μας και ρώτησε: «Θα μπορέσουμε να πάμε στο χωριό μου;».
Προφανώς ονειρευόταν να περπατήσει στους δρόμους του χωριού του, Άσσια/Pashakeuy, που δεν είχε δει από τον Ιούλιο του 1974. Δεν ήξερα τι να πω. Στην πραγματικότητα ήξερα, αλλά ήταν δύσκολο να δώσω μια απάντηση που θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στα όνειρα κάποιου. Δεν ήθελα να πω «όχι» απευθείας. Κοιταχτήκαμε με τον άντρα μου. Εκείνες τις μέρες έπρεπε να λάβουμε «ειδική άδεια» από το «υπουργείο εξωτερικών» για τις δικοινοτικές δραστηριότητες που πραγματοποιούσαμε. Απαγορευόταν να ξεπεράσουμε τη διαδρομή και τον χρόνο που μας είχε δοθεί. Ήταν αδύνατο να παρακάμψουμε την αστυνόμευση. Σκεφτήκαμε πως θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε από αυτούς με τον σύζυγό μου, αλλά όχι, γιατί αν μας έπιαναν, όχι μόνο θα τιμωρούμασταν, αλλά αυτή η απόδραση θα μπορούσε να γίνει πρόσχημα για την απαγόρευση όλων των δικοινοτικών δραστηριοτήτων. Ούτε ο Αντρέας, ούτε η Άρτεμη, ούτε και εμείς θέλαμε κάτι τέτοιο. Επειδή τέτοιες δραστηριότητες ήταν σημαντικές για τη συμφιλίωση των κοινοτήτων μας. Η φιλία μας χτίστηκε σε τέτοιες δραστηριότητες και συνεχίστηκε μετά το άνοιγμα των σημείων ελέγχου το 2003. Ο Αντρέας δεν έκανε άλλες ερωτήσεις εκείνη την ημέρα. Περπατούσε ανάμεσα στους ανθρώπους με βουρκωμένα μάτια, με τη νοσταλγία για το χωριό του».
Μια μικρή ξύλινη βαλίτσα
«Ακούσαμε πολλές ιστορίες μετανάστευσης και προσφυγιάς. Είδαμε πολλές ταινίες και ντοκιμαντέρ. Αλλά είναι αδύνατο να νιώσουμε πραγματικά τις ανεπούλωτες πληγές που έχουν υποστεί οι ψυχές και οι καρδιές, εκείνων που εκδιώχθηκαν βίαια από τα χωριά και τα σπίτια τους, εκείνων που έφυγαν με φόβο, εκείνων που τους λείπει η μυρωδιά της λεμονιάς και της παιδικής τους ηλικίας.
Στην τελευταία μας επίσκεψη στο σπίτι των φίλων μας Αντρέα και Άρτεμη είδα μια παλιά, μικρή ξύλινη βαλίτσα, το εσωτερικό της οποίας ήταν καλυμμένο με ένα καφέ/μπεζ καρό ύφασμα.

Κοίταζα τη βαλίτσα και σκεφτόμουν πόσες αναμνήσεις, πόσα πράγματα και πόσο χρόνο είχε γεμίσει με αυτήν, και η Άρτεμη είπε: «Αυτή είναι η βαλίτσα του Αντρέα. Όταν η μητέρα του έφευγε από το χωριό, έβαλε τα προσωπικά του πράγματα και τα βιβλία του σε αυτή τη βαλίτσα και την κουβάλησε». Ο Αντρέας άρχισε να διηγείται την ιστορία: «Η μητέρα μου, η Δεσποινού, δεν έβαλε μόνο τα βιβλία και τα προσωπικά μου πράγματα σε αυτή τη βαλίτσα. Έβαλε και άλλα πράγματα πέρα από αυτά. Έφερε τις αναμνήσεις μου, την παιδική μου ηλικία. Αυτή η βαλίτσα που με συνοδεύει εδώ και πολλά χρόνια είναι σαν η έμπιστή μου φίλη, μέρος του χωριού μου. Γεννήθηκα στην Άσσια/Pashakeuy, όπου ζούσαν μαζί Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι. Οι πρώτες μου αναμνήσεις από το χωριό είναι η Τουρκοκύπρια γειτόνισσα της γιαγιάς μου, που με έπαιρνε στην αγκαλιά της και μου μάθαινε να μετράω στα τουρκικά. Και ο πατέρας μου που ξυλοκοπήθηκε από μερικούς άντρες της ΕΟΚΑ Α΄ το 1958. Εκείνη την εποχή, οι δεξιοί παρενοχλούσαν τους Τουρκοκύπριους του χωριού κρεμώντας ελληνικές σημαίες στα σπίτια τους. Και οι αριστεροί Ελληνοκύπριοι δεν ενέκριναν τέτοια πράγματα. Ο πατέρας μου ήταν ένα από τα πρώτα μέλη του ΑΚΕΛ στην Άσσια και αντιδρούσε σε τέτοιες ενέργειες των δεξιών Ελληνοκυπρίων. Ως εκ τούτου, οι δεξιοί νέοι άρχισαν να παρενοχλούν και εμάς. Με κόκκινη μπογιά έγραψαν στον τοίχο του σπιτιού μας: «Είστε Τούρκοι;».
Ο πατέρας μου, απευθυνόμενος στους νέους που έγραψαν αυτό, είπε: «Γιατί δεν ήρθε ο αφέντης σας και σας έστειλε εσάς; Δεν έχουν το θάρρος να έρθουν;». Επειδή το είπε αυτό, χτύπησαν τον πατέρα μου μπροστά σε όλους στο καφενείο, σπάζοντάς του τα κόκκαλα. Όσοι ήρθαν να τον βοηθήσουν δεν τους επέτρεψαν να μπουν στο καφενείο. Μετά ο συγγενής μας ο Τάκης τον πήρε στο νοσοκομείο. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να σηκωθεί για έξι μήνες και θυμούμαι να πηγαίνουμε κάθε μέρα με τη μητέρα μου για να τον δούμε στο νοσοκομείο και τον πόνο που περάσαμε σαν οικογένεια. Εκείνα τα χρόνια πολλοί αριστεροί είχαν την ίδια μοίρα με τον πατέρα μου. Χτυπήθηκαν σοβαρά ή σκοτώθηκαν. Και έκοβαν τα μαλλιά των γυναικών σαν να ξύριζαν πρόβατα. Την ίδια περίοδο σκότωσαν τον Τοφαρή στην Κώμα του Γιαλού, τον Πέτρο στη Λύση, κρέμασαν τον Σάββα Μενοίκο από τις Γούφες στο Λευκόνοικο. Οι δεξιοί Ε/Κ έκαψαν τα σπίτια των Τουρκοκυπρίων στο χωριό μας εκείνα τα χρόνια με αποτέλεσμα οι Τ/Κ χωριανοί να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν το χωριό.
Όσοι τα διαβάζουν αυτά θα αναρωτηθούν γιατί αφηγούμαι την ιστορία με «μονόπλευρο» τρόπο, γιατί δεν λέω τα όσα έκαναν οι Τούρκοι στους Ελληνοκύπριους στον πόλεμο του 1974 και ίσως οι περισσότεροι από αυτούς να θυμώσουν μαζί μου. Πιστεύω όμως ότι ο άνθρωπος πριν αμφισβητήσει και κρίνει θα πρέπει να ξεκινά από αυτά που έκανε και να ξεκινά από τον εαυτό του. Μόνο έτσι μπορούμε να βρούμε την αλήθεια και να έχουμε μια ειρηνική στάση. Και όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι εγκρίνω αυτό που έκαναν οι Τούρκοι».
ΕΟΚΑ Β΄ στην Άσσια
Ο Αντρέας ήταν λυπημένος και κουρασμένος και έκανε ένα διάλειμμα, αλλά συνέχισε. Ενώ μιλούσε για τον πατέρα του, ο οποίος εξακολουθεί να αγνοείται, τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα: «Ο πατέρας μου ήταν πελεκάνος» (ξυλουργός), αλλά τον θυμάμαι να δουλεύει στους φούρνους (καμίνια). Έφτιαχνε τούβλα. Καλλιεργούσε λαχανικά, ασχολούνταν με την κηπουρική. Ο πατέρας μου είχε όμορφη καρδιά. Βοηθούσε όλους. Στο χωριό μας υπήρχε ένας νεαρός που τον έλεγαν Κώτσιο Κάτσουρα και μερικά παιδιά τον πείραζαν. Ο πατέρας μας δεν επέτρεπε να πειράζουν τον Κώτσιο και όταν πεινούσε πήγαινε στη μητέρα μου και έλεγε «Με έστειλε ο Άγιος του Θεού», εννοώντας ότι τον έστειλε ο πατέρας μου και ζητούσε φαγητό. Την τελευταία φορά που είδα τον πατέρα μου ήταν στις 15 Ιουλίου 1974, όταν ήρθα με άδεια από τον στρατό. Εκείνη την εποχή ήμουν στρατιώτης στην περιοχή της Τηλλυρίας. Είχα πάρει άδεια πριν από τις 15 Ιουλίου. Όταν έγινε το ελληνικό πραξικόπημα, ήμουν στην Άσσια. Τη μέρα του πραξικοπήματος, μαζευτήκαμε 200 αριστεροί νέοι, θέλοντας να οπλιστούμε ενάντια στους πραξικοπηματίες, αλλά δεν είχαμε σημαντικά όπλα. Είχαμε κυνηγετικά όπλα. Οι μεγαλύτεροι μας είπαν να είμαστε υπομονετικοί και μας εμπόδισαν. Την Τρίτη 16 Ιουλίου, οι άνθρωποι της ΕΟΚΑ Β΄ απαγόρευσαν στους ανθρώπους να βγουν στους δρόμους. Κατάλαβα ότι θα έκαναν κάτι. Τηλεφώνησα σε έναν φίλο που υπηρετούσε στην Πάφο και του ζήτησα βοήθεια, ώστε ο πατέρας του να μας βοηθήσει να φύγουμε από το χωριό. Ο πατέρας του θα μας έπαιρνε στη Λευκωσία πριν την ανατολή του ηλίου».
(Συνεχίζεται)