Ο όρος «fake news» έχει χάσει κάθε νόημα. Εκεί που νομίζαμε πως αφορά τις ψευδείς ειδήσεις, λειτουργεί σαν το ευκολάκι «delete» κάθε τι ενοχλητικού. Αν κάτι δεν ταιριάζει στο ντεκόρ του Προεδρικού βαφτίζεται αυτομάτως fake.
Η φωτογραφία του Προέδρου Χριστοδουλίδη με τη Μαρία, μήτηρ της ακροδεξιάς, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα: αφού αμφισβητήθηκε… αποδείχθηκε αληθινή. Στο στιγμιότυπο ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης δέχεται επίθεση θαυμασμού από μια κυρία, φιγούρα γνωστή για τις εμμονικές ύβρεις στο «Χ» απέναντι σε όσους ασκούν κριτική, δείγμα του πόσο χαμηλά μπορεί να φτάσει το επίπεδο στα ΜΚΔ. Και αντί η Προεδρία να αγνοήσει το γεγονός, βιάστηκε να το καταγγείλει ως «κατασκευασμένο».
Το ίδιο μοτίβο επαναλήφθηκε με το ρεπορτάζ της «Χαραυγής» και του dialogos.com.cy, βασισμένο σε επίσημη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αντί να συζητηθούν τα στοιχεία, το Προεδρικό απάντησε με το γνώριμο πλέον «fake news», λες και χρειαζόταν να μας το διαβάσει… παπάς για να γίνει πιστευτό. Έλεος!
Το πρόβλημα είναι ότι όσο περισσότερο ενοχλείται ο Πρόεδρος τόσο περισσότερο θα του «την μπαίνουν» οι κριτές του. Κι ας του πει κάποιος δικός του επικοινωνιολόγος το εξής απλό (ίσως τον πείσει, μιας που είναι και της Εκκλησίας): το πολύ fake news το βαριέται και ο Θεός.
Καλό το καλαμπούρι, όμως εδώ δεν μιλάμε απλώς για επικοινωνιακή αστοχία. Όταν η κυβέρνηση βάζει τη δημοσιογραφία στο ίδιο καζάνι με τους τυχάρπαστους σχολιαστές του Facebook απαξιώνει συνολικά τα Μέσα. Και όταν φτάνεις στο σημείο να μην δέχεσαι καμία κριτική, αυτό είναι μεν ανησυχητικό για την ψυχική σου υγεία και προβληματικό για την ηγεσία σου αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι αλλού: στο πλήγμα που προκαλείς στην ελευθερία του λόγου και, τελικά, στη δημοκρατία.
Η ειρωνεία είναι ότι ενώ τα κοινωνικά δίκτυα βρίθουν από πραγματική παραπληροφόρηση, η κυβέρνηση σπαταλά την αξιοπιστία της, παίζοντας με τον όρο σαν να είναι παιχνίδι. Η ταμπέλα «fake news» κολλάει γρήγορα σαν αφίσα προεκλογικής εκστρατείας, αλλά ξεκολλάει με την ίδια ευκολία, αφήνοντας πίσω της μόνο περισσότερη απαξίωση.
Είναι σαν να λες ότι «όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι». Οι δημοσιογραφικοί οργανισμοί δεν λένε κάτι τέτοιο, όμως το αναπαράγουν οι πολίτες στα κοινωνικά δίκτυα, συχνά από αγανάκτηση. Το Προεδρικό, με τη δική του ισοπέδωση, καταλήγει να κάνει το ίδιο λάθος εις βάρος των Μέσων. Και έτσι, εκεί που θα έπρεπε να υπερασπίζεται τον δημόσιο διάλογο τον αποδυναμώνει.
Αν κάτι χρειάζεται η Κύπρος είναι ένας καθαρός δημόσιος διάλογος. Ένας διάλογος όπου τα πραγματικά fake news, τα παραποιημένα βίντεο, οι εκστρατείες χειραγώγησης θα αντιμετωπίζονται με τεκμήρια. Όχι με προσπάθεια εξίσωσης της δημοσιογραφίας με τα χαμηλά ένστικτα των σόσιαλ. Γιατί, εκεί, το μεγαλύτερο fake news δεν είναι οι ψευδείς ειδήσεις· είναι η ίδια η επίφαση ότι όλα είναι «τα ίδια». Εμ, δεν είναι! Και αυτό τεκμηριώνεται καθημερινά σε κάθε τίμιο ρεπορτάζ.