Η απόφαση του Προέδρου Χριστοδουλίδη να διορίσει την πρόεδρο της ΓΟΔΗΣΥ Λευκωσίας και θυγατέρα του ιστορικού στελέχους του ΔΗΣΥ Μανώλη Χριστοφίδη, Μαρία Χριστοφίδου, επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα προκάλεσε κύμα αντιδράσεων εντός του κόμματος της δεξιάς και ερμηνεύθηκε ως ένα ακόμη βήμα άλωσής του από τον ΠτΔ που προσβλέπει στις προεδρικές εκλογές του 2028. Το δοτό μας Σύνταγμα με τις δικτατορικές εξουσίες που προσφέρει στον Πρόεδρο τού παρέχει πολλές εκατοντάδες ευκαιρίες για διορισμούς σε υψηλά αξιώματα της Πολιτείας και ο Πρόεδρος έχει κάνει χρήση αυτού του δικαιώματος ουκ ολίγες φορές, όχι προς τον σκοπό του δημοσίου συμφέροντος αλλά προς τον σκοπό της εκλογικής του ενίσχυσης αδιαφορώντας για άγραφους θεσμικούς κανόνες πολιτικής ηθικής. Είναι γεγονός και σε όλους γνωστό ότι το ’23 εξελέγη με έναν καθοριστικό αριθμό ψήφων του ΔΗΣΥ, ότι μέλη της κυβέρνησής του ανήκαν σε αυτό το κόμμα, ότι πολλοί έχουν δεσμούς με το Προεδρικό και με στοχευμένους διορισμούς συνεχώς διευρύνει την εκλογική του βάση.
Η αποδοχή των δελεαστικών οφίκιων που προσφέρει ο Πρόεδρος από ανθρώπους που υποτίθεται βρίσκονται στην αντιπολίτευση ξεπουλώντας πιστεύω και ιδεολογία, όπως και η ευκολία μεταπήδησης ή μεταγραφής από έναν κομματικό χώρο σε άλλον, τον οποίο μέχρι πρότινος απαξίωναν, καταδεικνύουν ότι τα περί «αρχών και αξιών» και τα περί «εθνικού συμφέροντος» είναι έπεα πτερόεντα και ότι εκείνο που μετρά για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών είναι η προσωπική ανέλιξη έναντι οποιουδήποτε τιμήματος. Το πόσο καιροσκοπικές και συμφεροντολογικές είναι αυτές οι μετακινήσεις αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις γίνονται σε κόμματα με εντελώς αντίθετες τοποθετήσεις σε βασικά ζητήματα, όπως στην περίπτωση ΔΗΣΥ-ΕΛΑΜ στο Κυπριακό. Αυτό το γνωρίζει ο Πρόεδρος και το εκμεταλλεύεται στο έπακρον.
Μπορεί κάποιος να θεωρήσει ότι βρισκόμαστε στο τέλος των ιδεολογιών, ότι οι βαθυστόχαστες αναλύσεις αποτελούν προπέτασμα καπνού και οι πολλοί λόγοι χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν τις πολιτικές κωλοτούμπες και ασυνέπειες. Το φαινόμενο παρατηρείται δυστυχώς σε όλα τα κόμματα σε βαθμό που κάποιος να διερωτάται κατά πόσο τα μέλη ενός κόμματος συνδέουν κοινές έγνοιες για το καλό ολόκληρου του λαού ή προσωπικά συμφέροντα. Να διερωτάται αν στη σημερινή εποχή η πολιτική έχει αποκτήσει τις πρακτικές του ποδοσφαίρου αφού οι μεταγραφές από κόμμα σε κόμμα είναι σύνηθες φαινόμενο. Αναφέρονται οι πρόσφατες περιπτώσεις Μάριου Πελεκάνου, Ευγένιου Χαμπουλλά και Αντρέα Παπαχαραλάμπους στο ΕΛΑΜ, και τον Αντρέα Αποστόλου από διάφορους πολιτικούς χώρους στο ΔΗΚΟ. Βέβαια δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι αποχωρήσεις από τον ΔΗΣΥ οφείλονται κατά κύριο λόγο στην απώλεια της εξουσίας και τα πλούσια δώρα της, που για κάποιους αυτό συνιστά σοβαρότατο λόγο, αλλά και στην ασάφεια της ιδεολογικής του ταυτότητας.
Αναφορικά με τη θέση της επιτρόπου Προσωπικών Δεδομένων, το κίνητρο του Προέδρου είναι προφανές, δηλαδή η περαιτέρω διάσπαση του ΔΗΣΥ και όχι το δημόσιο συμφέρον. Καταρχάς γίνεται αντικατάσταση μιας επιτρόπου της οποίας, κατά γενική ομολογία, το έργο έχει θετικό πρόσημο. Πέραν τούτου πώς διασφαλίζεται η ανεξαρτησία των θεσμών αφού η διορισθείσα ήταν επαρχιακή γραμματέας του κόμματος της δεξιάς; Και το πιο βασικό, ποια ειδικά προσόντα διαθέτει και ποια η επαγγελματική της ενασχόληση στον τομέα των προσωπικών δεδομένων και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που να εγγυάται ότι θα εκτελεί τα καθήκοντά της με επάρκεια;
Η μεγαλύτερη ζημιά από την υπερίσχυση του προσωπικού έναντι διακηρυγμένων θεωρητικών θέσεων που εύκολα ξεχνιούνται είναι η ευρεία αποδοχή τους ως «θεμιτό» μέσο πολιτικής ανέλιξης. Αυτοί που το μετέρχονται δεν απαξιώνονται ούτε απομονώνονται, αντίθετα ενθαρρύνονται, τελικά οι μεταπηδήσεις κανονικοποιούνται και γίνονται μέρος του κομματικού συστήματος. Πόση εμπιστοσύνη μπορεί να έχει ο πολίτης σε ανθρώπους που για πρόσκαιρο συμφέρον διαγράφουν τον εαυτό τους; Το ίδιο ισχύει και για τα κόμματα που τους δέχονται, πόσο μπορούν να τους εμπιστεύονται; Παράδειγμα ανεκτικής στάσης απέναντι στους αποστάτες και διπρόσωπους του ΔΗΣΥ που πατούν σε δύο βάρκες είναι η χλιαρή στάση που κρατά το κόμμα, φοβούμενο να τοποθετηθεί ξεκάθαρα, μήπως τους χάσει για καλά.