Ο σημερινός εθνικισμός δεν είναι ένα φάντασμα του 20ού αιώνα που επέστρεψε. Είναι μεταλλαγμένο προϊόν. Ο εθνικισμός προσαρμόζεται σε κάθε εποχή ανασφάλειας. Από την Ευρώπη μέχρι την Κύπρο, εκφράζεται ως νοσταλγία, ως θυμός, ως αίσθηση προδοσίας και απώλειας ταυτότητας.
Ο Benedict Anderson είχε δείξει πως το έθνος είναι μια «φαντασιακή κοινότητα»· ένα αφήγημα που ενώνει ανθρώπους οι οποίοι ποτέ δεν θα γνωριστούν μεταξύ τους αλλά μοιράζονται μια κοινή ιστορία και γλώσσα. Ο Anthony Smith πήγε πιο βαθιά: Οι εθνικές ταυτότητες, είπε, στηρίζονται σε παλιούς μύθους και μνήμες, σε μια συλλογική αίσθηση «εμείς» που δεν είναι ψευδής αλλά συναισθηματικά αναγκαία. Αυτές οι θεωρίες εξηγούν πολλά για τη σημερινή Κύπρο, ένα νησί που έζησε τη βίαιη διαίρεση και κουβαλά ακόμη μύθους για να αντιμετωπίσει την απώλεια.
Η κυπριακή κοινωνία είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα στη ρητορική του «εθνικού καθήκοντος» και στην πρόταση πολιτικής που θα χειριστεί τις πραγματικότητες. Έτσι παραμένει διχασμένη ανάμεσα στη μνήμη και στην προσαρμογή. Αυτή η εκκρεμότητα γεννά έδαφος για μορφές «πατριωτικού» λαϊκισμού, που υπόσχονται αποκατάσταση της χαμένης κυριαρχίας χωρίς να προσφέρουν τρόπους υλοποίησης. Ο Cas Mudde παρουσιάζει τη νέα ακροδεξιά να μην απορρίπτει τη δημοκρατία, όπως οι ναζί, αλλά να τη χρησιμοποιεί, μιλώντας στο όνομα του «λαού» ενάντια στις «διεφθαρμένες ελίτ«.
Στην Κύπρο, αυτό μεταφράζεται σε πολιτική δυσπιστία και κόπωση. Η γενιά της κατοχής και της διαφθοράς νιώθει ότι το κράτος δεν την εκπροσωπεί. Στην αδυναμία των θεσμών να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη, ο εθνικισμός λειτουργεί ως αντισώμα απλό, συγκινησιακό αλλά στο τέλος επικίνδυνο. Όπως σημειώνουν οι Eatwell και Goodwin, τα κινήματα αυτά τρέφονται από τέσσερις ρίζες: δυσπιστία, οργή, νοσταλγία και αίσθημα αδικίας. Και οι τέσσερις υπάρχουν σήμερα στην Κύπρο. Η δυσπιστία απέναντι στην πολιτική, η οργή για την ατιμωρησία, η νοσταλγία της «παλιάς, καθαρής πατρίδας» και η δικαιολογημένη αίσθηση αδικίας απέναντι σε Τουρκία αλλά ακόμη σε Ευρώπη.
Στην Κύπρο, οι ακροδεξιοί εθνικιστές δεν αντιπαλεύουν την κατοχή· τη χρησιμοποιούν. Δεν ενδιαφέρονται για λύση, γιατί η ύπαρξη του προβλήματος είναι η πολιτική τους οξυγόνωση. Όσο υπάρχει διαίρεση, υπάρχει και το «εμείς εναντίον των άλλων». Για αυτό και επιτίθενται με λύσσα σε κάθε Τουρκοκύπριο ηγέτη που στηρίζει την ειρήνη. Ξέρουν ότι ο εγκέφαλος αντιδρά στο συναίσθημα ισχυρότερα απ' ό,τι στα επιχειρήματα.
Η Pippa Norris και ο Ronald Inglehart δείχνουν ότι πίσω από τον λαϊκισμό κρύβεται πολιτισμική ανασφάλεια. Φόβος γιατί ο κόσμος αλλάζει πολύ γρήγορα, οι αξίες «ξεθωριάζουν», η ταυτότητα χάνεται. Αυτή η ανησυχία είναι έκδηλη και στην Κύπρο. Η παγκοσμιοποιημένη νεολαία που ζει μεταξύ Λονδίνου και Λευκωσίας βλέπει διαφορετικά τον πατριωτισμό απ' ό,τι η γενιά του ’74. Η σύγκρουση δεν είναι μόνο πολιτική, είναι γενεακή και αξιακή.
Όσο όμως η Δημοκρατία αποτυγχάνει να προσφέρει ουσιαστική συμμετοχή, διαφάνεια και όραμα τόσο θα ενισχύεται ο πειρασμός του «εύκολου λόγου»: «να πάρουμε πίσω την πατρίδα», «να καθαρίσουμε το κράτος», «να τιμωρήσουμε τους προδότες». Αυτά τα συνθήματα, πίσω από το πάθος τους, κρύβουν το πιο ύπουλο ερώτημα. Ποιος είναι ο «λαός» και ποιος μένει απ' έξω; Η άνοδος της ακροδεξιάς δεν οφείλεται μόνο σε κρίσεις ή οικονομική ανασφάλεια αλλά κυρίως στην αποξένωση μεγάλου μέρους των πολιτών από τις πολιτικές ελίτ.
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι η σιωπή ούτε ο φόβος. Η ακροδεξιά δεν αντιμετωπίζεται ως εξωτερικός εχθρός αλλά ως καθρέφτης των ελλείψεων του σύγχρονου πολιτικού συστήματος. Αν ο εθνικισμός είναι προϊόν ανασφάλειας, τότε, το αντίδοτο είναι η ενεργός δημοκρατία: θεσμοί που ακούν, παιδεία που μορφώνει, πολιτική που ενώνει αντί να εξοβελίζει. Μόνο τότε η «φαντασιακή κοινότητα» θα πάψει να είναι πηγή διχασμού και θα γίνει ξανά όραμα κοινής πατρίδας.
Όταν η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει καταστεί «ανεπαρκώς αντιπροσωπευτική». Ο λαϊκισμός της δεξιάς έρχεται να καλύψει αυτό το κενό προσφέροντας απλές, συγκινησιακές απαντήσεις, επαναφορά της ταυτότητας, αποκατάσταση της «τάξης», προστασία του «λαού».
.






