Η αύξηση του αφορολόγητου εισοδήματος από τα 19.500 ευρώ στις 22.000 ευρώ, καθώς και οι άλλες ελαφρύνσεις που οδεύουν προς ψήφιση από τη Βουλή, στο πλαίσιο της φορολογικής μεταρρύθμισης, θα ανακουφίσουν αναμφίβολα τα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα της κοινωνίας, που τόσο δεινοπαθούν τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της συνεχιζόμενης ακρίβειας.
Δεν θα τους λύσουν φυσικά τα σοβαρότατα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σήμερα αλλά θα τις αμβλύνουν αξιοσημείωτα και υπό αυτή την έννοια είναι μία σημαντική και καλοδεχούμενη εξέλιξη.
Δεν θα ασχοληθούμε με το πολιτικό παιχνίδι που παίχτηκε από την κυβέρνηση και τα κόμματα που πήραν πρωτοβουλίες για την υιοθέτηση αυτών των -σημαντικών, επαναλαμβάνουμε- αλλαγών στα κυβερνητικά νομοσχέδια, ούτε και με τις σκοπιμότητες που εμφανέστατα κρύβονται πίσω από τον αποκλεισμό άλλων κομμάτων από την προσπάθεια αυτή, γιατί θεωρούμε ότι στην παρούσα αυτό δεν είναι το μείζον.
Θεωρούμε ωστόσο ότι από την ξαφνική κατάληξη των διαβουλεύσεων για τη φορολογική μεταρρύθμιση, η κυβέρνηση μένει ανεπανόρθωτα εκτεθειμένη, γιατί αποδεικνύεται ότι, ενώ είχε από την αρχή την οικονομική δυνατότητα να καταθέσει προτάσεις για μία πιο γενναία και προς όφελος των πολιτών φορολογική μεταρρύθμιση, επέλεξε να παίξει για πολλούς μήνες κρυφτούλι και να επιχειρήσει να επιβάλει μία πολύ πιο «σφιχτή» φορο-μεταρρύθμιση, αφήνοντας πολλά εκατομμύρια να «ζεσταίνονται» στα ταμεία της.
Και εξηγούμαστε:
Όπως άφησε να νοηθεί και ο υπουργός Οικονομικών αλλά και οι εκπρόσωποι των κομμάτων που συμμετείχαν στη διαβούλευση μαζί του, η αύξηση του φορολογητέου εισοδήματος και οι άλλες ελαφρύνσεις, που κοστολογούνται γύρω στα 110 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, βρίσκονται εντός των δημοσιονομικών δυνατοτήτων του κράτους, ενώ παράλληλα ένα ποσό γύρω στα 35 εκατομμύρια ευρώ θα επιστρέψουν στο κράτος μέσα από τους φόρους κατανάλωσης. Δηλαδή το πραγματικό κόστος των φορο-ελαφρύνσεων θα είναι γύρω στα 75 εκατομμύρια ευρώ.
Το ερώτημα λοιπόν που οφείλει να απαντήσει η κυβέρνηση -μία κυβέρνηση η οποία καθημερινώς διακηρύσσει ότι κατανοεί και συμπάσχει με τους πολίτες που υποφέρουν- είναι γιατί δεν ήρθε από την αρχή από μόνη της να παραχωρήσει αυτές τις ελαφρύνσεις, αφού βρίσκονται εντός των δημοσιονομικών της δυνατοτήτων, και το κάνει εκ των υστέρων και μόνο μετά που πιέστηκε και εξαναγκάστηκε από τα κόμματα;
«Το μπορούμε αλλά δεν δίνουμε» δεν είναι φιλολαϊκή πολιτική, όπως καθημερινά η κυβέρνηση επαγγέλλεται ότι ακολουθεί, αλλά μία άκρως ανάλγητη και αντιλαϊκή οικονομική πολιτική και προσέγγιση, με μπόλικη μάλιστα δόση κουτοπονηριάς!







