«Η κοινωνική πρόνοια δεν είναι μόνο παροχή επιδομάτων. Το όραμά μας είναι μια κοινωνία συμπεριληπτική, αλληλέγγυα, όπου όλοι έχουν τη δυνατότητα να ζουν με αξιοπρέπεια». Με αυτή τη δέσμευση πήρε σκυτάλη η νέα υφυπουργός Πρόνοιας Κλέα Χατζηστεφάνου – Παπαέλληνα, ενώ λίγες μέρες μετά έδωσε την υπόσχεση πως «η αναδιάρθρωση των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ΥΚΕ) είναι προτεραιότητα». Αν αυτή η αρχική τοποθέτηση καθορίσει και τις προτεραιότητές της υφυπουργού, τότε στον ορίζοντα των δυόμισι χρόνων που έχει στη διάθεσή της μέχρι τη λήξη της θητείας της κυβέρνησης, ίσως καταφέρει να θέσει τα θεμέλια για ένα βιώσιμο και αποτελεσματικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Δεν θα είναι εύκολος ο δρόμος. Υπάρχουν, όμως, σύμμαχοι, σε αυτή την προσπάθεια. Φτάνει να τους αναζητήσει.
Είναι, κατ' αρχήν, τα συμπεράσματα από τις μελέτες που έγιναν κατά καιρούς – και δεν εφαρμόστηκαν - για τις συστημικές αδυναμίες και κενά που καθορίζουν και τον τρόπο προς τον ολιστικό εκσυγχρονισμό του συστήματος. Ελάλλου, είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στο υφυπουργείο, και δη στις ΥΚΕ, που πρώτοι απ’ όλους γνωρίζουν πολύ καλά τους λόγους, τους ζουν κάθε μέρα στο πετσί τους, της εκκωφαντικής αποτυχίας του κοινωνικού κράτους στην Κύπρο. Τα προβλήματα που απασχολούν τους εργαζομένους στις ΥΚΕ δεν είναι, κατά κύριο λόγο, συνδικαλιστικά. Είναι οι παθογένειες ενός απηρχαιωμένου συστήματος, διαχρονικά ανίκανου να προσφέρει εγκαίρως πρόληψη και προστασία στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.
Η έλλειψη κοινωνικών λειτουργών, όπως και η υπερφόρτωσή τους, είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Κάθε λειτουργός στις ΥΚΕ έχει να διαχειριστεί σχεδόν 100 υποθέσεις. Πολλοί λειτουργοί έχουν υπό την εποπτεία τους 30 με 80 παιδιά, τραυματισμένα παιδιά, στα οποία πρέπει να προσφέρουν κατανόηση, συνθήκες ασφάλειας και σταθερότητας. Αυτό απαιτεί συστηματική παρακολούθηση και προσωπική επαφή. Η εξουθένωσή των λειτουργών πρώτης γραμμής, σε ένα από τα πιο ψυχοφθόρα επαγγέλματα, όσο κι αν προσπαθούν για το καλύτερο, δεν είναι ούτε προς όφελός των ιδίων και κυρίως δεν διασφαλίζουν την υψηλή ποιότητα της προσφερόμενης υπηρεσίας.
Επίσης, κάποιος πρέπει να θέσει τέλος στην παράνομη πρακτική επαγγελματίες άλλων ειδικοτήτων να εκτελούν καθήκοντα κοινωνικού λειτουργού. Με ποια προσόντα αλήθεια μπορούν αυτοί οι λειτουργοί να επιτελέσουν το λειτούργημά τους; Έπειτα είναι η εκκωφαντική απουσία μεθοδολογίας, ψυχομετρικών και άλλων εργαλείων που να παρέχουν αξιοπιστία και εγκυρότητα στις αξιολογήσεις, να εντοπίζουν αποτελεσματικά όσους το έχουν ανάγκη και να μειώνουν το περιθώριο αποτυχίας στην παρέμβαση του κράτους σε σχέση με τη στήριξη και τη φροντίδα που χρήζουν τα ευάλωτα άτομα.
Περιμένουμε, λοιπόν, από τη νέα υφυπουργό να προχωρήσει τάχιστα με τον ουσιαστικό επανασχεδιασμό των ΥΚΕ. Αυτό θα κρίνει και την επιτυχία της. Η ίδια έδωσε το στίγμα, άλλωστε, παραλαμβάνοντας το χαρτοφυλάκιο του υφυπουργείου: «Η ελπίδα οφείλει να συναντά τη θέληση και το σχέδιο, για να μπορέσουμε να δώσουμε λύσεις».






