Κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού του 2026 στη Βουλή, ο Αβέρωφ Νεοφύτου έκρουσε με δραματικό τρόπο τον κώδωνα του κινδύνου για την εκτόξευση του ύψους του κρατικού μισθολογίου και την παράλληλη αύξηση του εσωτερικού δανεισμού της κυβέρνησης από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Πρόκειται για δύο σοβαρότατες επισημάνσεις-προειδοποιήσεις που ουδείς έχει δικαίωμα να αγνοήσει, αφού αν δεν ανακοπούν άμεσα οι επικίνδυνες αυτές τάσεις, θα μπούμε σύντομα σε νέες οικονομικές περιπέτειες, ανάλογες και ίσως και χειρότερες από εκείνες που βιώσαμε με την οικονομική κρίση του 2013 και τις οποίες, σε μεγάλο βαθμό συνεχίζουμε να πληρώνουμε ακόμα.
Είναι γνωστό ότι μία από τις μεγαλύτερες και διαχρονικότερες πληγές της κυπριακής οικονομίας αλλά και της κοινωνίας είναι ο υπερμεγέθης και αδροπληρωμένος δημόσιος τομέας.
Ένας τομέας που από το ξεκίνημα της Κυπριακής Δημοκρατίας στήθηκε σε λάθος βάση, για να εξυπηρετεί όχι τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και των πολιτών, ως έπρεπε, αλλά για να εξυπηρετεί τις ρουσφετολογικές ανάγκες των εκάστοτε κυβερνήσεων και των πέριξ αυτών κομμάτων.
Για να βολεύουμε ημέτερους δημιουργήσαμε έναν από τους κατά αναλογία μεγαλύτερους «στρατούς» δημοσίων υπαλλήλων της Ευρώπης, με μισθούς και ωφελήματα διπλάσια και τριπλάσια των άλλων εργαζομένων, μονιμότητα και εξασφαλισμένη -ανεξαρτήτως παραγωγικότητας- ανέλιξη, για την «τροφοδοσία» του οποίου δαπανάται κάθε χρόνο ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο αποστερείται από άλλες ανάγκες.
Παρά το γεγονός ότι από την ίδρυση της Δημοκρατίας πέρασαν 65 τόσα χρόνια, παρά το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις και τα κόμματα εξουσίας αλλάζουν συνεχώς, και παρά το γεγονός ότι επανειλημμένες μελέτες εμπειρογνωμόνων και διεθνών οργανισμών μας το έχουν υποδείξει, κανείς δεν τόλμησε ποτέ «να βάλει χέρι» στον υδροκέφαλο δημόσιο τομέα μας, είτε μειώνοντάς τον αριθμητικά, είτε μειώνοντας τις προνομιακές απολαβές και ωφελήματα που προσφέρονται σε αυτόν. Και ο λόγος απλός: Κανένας Πρόεδρος και κανένα κόμμα, δεν θέλει να διακινδυνεύσει τις ψήφους των χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων.
Αντίθετα, χρόνο με τον χρόνο και ο δημόσιος τομέας μεγαλώνει αριθμητικά, και οι απολαβές των υπαλλήλων του αυξάνονται και η επιβάρυνση στα δημόσια ταμεία διογκώνεται, σε βαθμό -που σε συνδυασμό και με άλλες δαπάνες- το κράτος για να καλύψει τις ανάγκες του, δανείζεται από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Αυτό όμως δεν είναι λύση αλλά μια λογιστική αλχημεία, αφού το ΤΚΑ δεν είναι τράπεζα εσωτερικού δανεισμού, αλλά λεφτά των εργαζομένων (και των εργοδοτών, ιδιωτών και κράτους) που καταβάλλονται για τις συντάξεις και άλλες καλύψεις των εργαζομένων. Και όσο το κράτος αυξάνει τον δανεισμό του από αυτό, τόσο κινδυνεύει η βιωσιμότητά του και μεγαλώνει ο κίνδυνος να καταρρεύσει, αφήνοντας τους εργαζόμενους ακάλυπτους.
Φυσικά, επειδή δεν μιλάμε για μία κατάρρευση του ΤΚΑ σήμερα αλλά σε βάθος χρόνου, κανείς εκ των σημερινών πολιτικών ταγών «χολοσκά», αφού όλοι έμαθαν και συνήθισαν να πολιτεύονται κοντόφθαλμα και να αδιαφορούν παντελώς για την επόμενη μέρα και τη μοίρα των αυριανών πολιτών.







