Ήταν ένας κρύος χειμώνας. Κοιμόμασταν και ξυπνούσαμε πάνω σε μια στοίβα χαρτιών στην εφημερίδα. Μας έσπαζε τα νεύρα η εκτυπωτική μηχανή και η μηχανή στοιχειοθέτησης intertype. Ήταν περασμένα μεσάνυκτα. Οι πυροβολισμοί, που ακούστηκαν από την πλευρά της αγοράς, έσπασαν τη σιωπή της νύκτας. Κάποιος από εμάς πετάχτηκε πάνω στο ποδήλατό του και πήγε προς τα εκεί. Όλοι είχαν ξυπνήσει στη Λευκωσία. Βγήκαν έξω από τις πόρτες, κρεμάστηκαν από τα παράθυρα. Η είδηση εξαπλώθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το πρώτο αίμα. Σκοτώθηκαν δύο Τουρκοκύπριοι στον Ταχτακαλά. Μπορέσαμε να μάθουμε τα πρώτα ονόματά τους. Τζεμαλιγιέ και Ζεκί. Αυτή ήταν η πρώτη σπίθα. Και ήταν οι πρώτες αράδες ενός πολύ αιματηρού μυθιστορήματος που θα διαρκούσε χρόνια.
Είχαμε ακούσει και προηγουμένως το όνομα εκείνου που τους πυροβόλησε και θα το ακούγαμε και αργότερα. Παντελίδης. Αστυνομικός διευθυντής Λευκωσίας. Τον είχαμε δει ένα βράδυ του 1962 στο Σαράι. Εκείνο το βράδυ είχε γίνει εμπρησμός στο δικηγορικό γραφείο του Ντενκτάς. Δεν υπήρχαν σοβαρές ζημιές. Φωτογραφίσαμε τρία άτομα στον χώρο του συμβάντος. Τον Ντενκτάς, τον υπουργό Εσωτερικών Γιωρκάτζη και τον Παντελίδη. Οι δημοσιογράφοι ρώτησαν τον Ντενκτάς «ποιοι το έκαναν». «Οι κομμουνιστές», είπε ο Ντενκτάς. Ρώτησαν τον Γιωρκάτζη. «Οι Τούρκοι κομμουνιστές», είπε. Κατά τα χρόνια της δημοκρατίας, Τούρκοι χτυπούσαν Τούρκους και Έλληνες χτυπούσαν Έλληνες. Οι δύο υπόγειες οργανώσεις εκκαθάριζαν αριστερούς στις δικές τους κοινότητες. Ακούσαμε το όνομα του Παντελίδη και το 1964. Σκοτώθηκε ο γιος του που εισήλθε στην τουρκική περιοχή στην Αμμόχωστο. Το Σαράι ήταν γεμάτο με ανθρώπους την 21η Δεκεμβρίου. Ήταν οργισμένοι όλοι για τα γεγονότα που συνέβησαν το βράδυ. Είχε πάρει φωτιά το φυτίλι. Μπαίναμε σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Βαρέλια, σακούλες με άμμο, πολεμίστρες. Σαν να ήταν έτοιμα όλα. Σαν να περίμεναν και οι δύο πλευρές εκείνο το βράδυ για να χύσουν αίμα. Μετά την εκκαθάριση αριστερών ήρθε η σειρά του ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών μεταξύ τους. Τα σχολεία διακόπηκαν. Όλοι έτρεξαν στα φυλάκια.
Τα χρόνια της δημοκρατίας πέρασαν με ένταση λόγω των προκλήσεων που διοργάνωνε η ηγεσία για να προκαλέσει, όπως σε τζαμιά και προξενεία κ.λπ., και των δολοφονιών. Τούρκος πρέσβης ήταν ο Εμίν Ντιρβάνα. Δεν ανεχόταν όσους προσπαθούσαν να διασαλεύσουν τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Κατά τη γνώμη του, έπρεπε να προστατεύσουμε αυτή τη Δημοκρατία και να την κάνουμε να επιβιώσει. Όμως, ο Ντενκτάς δεν είχε την ίδια άποψη. Έπρεπε να αποκοπούμε από αυτή τη Δημοκρατία και να ιδρύσουμε το δικό μας κράτος. Ο Ντιρβάνα μια μέρα κάλεσε τους δημοσιογράφους σε διάσκεψη Τύπου που διοργάνωσε στην πρεσβεία. Συγκεντρώθηκαν στο τραπέζι οι γνωστοί δημοσιογράφοι της εποχής. «Βλέπω στον Τύπο άρθρα τα οποία δεν είναι ευχάριστα και θα μπορούσαν να διασαλεύσουν τις σχέσεις των δύο πλευρών», τους είπε ο Ντιρβάνα. Ο αγαπητός Χικμέτ Αρίφ Μάπολαρ είπε: «Εγώ έγραψα εκείνο το άρθρο, κύριε. Όταν η ελληνοκυπριακή εφημερίδα είπε «έτσι θα μείνουν μετέωρα τα πόδια των Τούρκων στρατιωτών» δημοσιεύοντας μια φωτογραφία των Μεχμετσίκ μας κατά τη διάρκεια μιας πορείας, της απάντησα και εγώ με εκείνο το ύφος».
Ο Ντιρβάνα θύμωσε πολύ και τον χαστούκισε στο πρόσωπο λέγοντας «νόμισες πως όλα τα Μεχμετσίκ είναι παιδεραστές;»
Ήταν κρύο, πολύ κρύο. Μεταφέρονταν νεκροί και τραυματίες στο νοσοκομείο στην εντός των τειχών περιοχή. Φύλαγα σκοπιά, πότε με ένα στεν και πότε με ένα τυφέκιο στα φυλάκια στην αγορά τυλιγμένος στο παλτό που μου είχε δώσει ο πατέρας ενός φίλου. Κοιμόμουν μετά από σκοπιά οκτώ ωρών που φύλαγα μέχρι το πρωί. Και όταν ξύπνησα έγραψα το εξής με γύψο στον τοίχο που βρισκόταν εκεί: «Αυτή η πατρίδα ανήκει σε εκείνους που κοιμούνται πίσω από αυτές τις σακούλες».
Ο Ισμέτ Ινονού είπε «επιστρέψτε στη Δημοκρατία». Δεν επιστρέψαμε. Στον κόσμο υπήρχαν κάποιοι που μας έβλεπαν ως τρομοκράτες που ξεσηκώθηκαν κατά της Δημοκρατίας. Το έμαθα αυτό όταν πήγα στη Μόσχα. Κοίταξα τα αρχεία των ρωσικών εφημερίδων εκεί. Μας αποκαλούσαν «Τούρκους τρομοκράτες». Με πείραξε αυτό. Ο Ντενκτάς μπορεί να ήταν τρομοκράτης αλλά εγώ δεν ήμουν!
Πέρασαν 62 χρόνια από το βράδυ που άναψε η πρώτη σπίθα. Πέρασε και το 1974 από πάνω μας. Το πλιάτσικο έμεινε σε εμάς και η Δημοκρατία στους Ελληνοκύπριους. Πέθαναν όσοι πέθαναν. Όσοι έμειναν ζωντανοί δεν έγιναν δικοί μας!






