Τι και αν βρισκόμαστε στο μέσο σχεδόν της σχολικής χρονιάς, δύο παιδιά, δύο αδέρφια με αναπηρίες, παραμένουν εκτός σχολείου. Οι γονείς τους καταγγέλλουν ότι, μετά από απόφαση της Επαρχιακής Επιτροπής Ειδικής Αγωγής Λεμεσού, τα παιδιά αποκλείστηκαν ουσιαστικά από την Εκπαίδευση, καθώς διαφώνησαν με τη φοίτησή τους σε ειδική μονάδα και δεν έγινε αποδεκτό το αίτημά τους να συνεχίσουν στη γενική τάξη με υποστήριξη. Για τη συγκεκριμένη περίπτωση, οργανώσεις παιδιών και ατόμων με αναπηρίες είχαν προβεί σε διαμαρτυρία πριν από σχεδόν δύο μήνες έξω από το Υπουργείο Παιδείας. Ωστόσο, μέχρι και σήμερα, δεν έχει αλλάξει κάτι, με τα παιδιά αυτά να παραμένουν εκτός τάξης, γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της επιτρόπου Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Μαρίας Στυλιανού-Λοττίδη.
Στην έκθεσή της η κ. Λοττίδη απευθύνει έκκληση προς το Υπουργείο Παιδείας προκειμένου να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ώστε τα παιδιά να επιστρέψουν στο σχολείο. Ζητά από το υπουργείο να δεσμευτεί γραπτώς για το πλαίσιο φοίτησης, να καταρτίσει ατομικά εκπαιδευτικά προγράμματα, να προσλάβει το απαραίτητο προσωπικό και να προσαρμόσει το σχολικό περιβάλλον, επισημαίνοντας ότι η συνέχιση της απουσίας των παιδιών από την Εκπαίδευση συνιστά σοβαρή εκκρεμότητα. «Η Κύπρος έχει διεθνή υποχρέωση να προωθεί τη συμπεριληπτική εκπαίδευση, όμως η νομολογία δεν επιβάλλει απόλυτη παραμονή στη γενική τάξη, εφόσον υπάρχει αιτιολογημένο συμφέρον του παιδιού και πρόβλεψη εύλογων προσαρμογών», αναφέρει μεταξύ άλλων η επίτροπος.
Η καταγγελία
Η υπόθεση έφτασε στο γραφείο της επιτρόπου Διοικήσεως ύστερα από παράπονο της Παγκύπριας Οργάνωσης Γονέων και Φίλων Παιδιών με Αναπηρία, με αφορμή την απόφαση της Επαρχιακής Επιτροπής Ειδικής Αγωγής Λεμεσού να τοποθετήσει τα δύο αδέλφια, μαθητή νηπιαγωγείου και μαθητή Α’ Δημοτικού, στην ειδική μονάδα για το σχολικό έτος 2025–2026. Οι γονείς υποστήριξαν ότι δεν κλήθηκαν να συμμετάσχουν στις επαναξιολογήσεις με ειδικό της επιλογής τους, ότι οι εκθέσεις των ιδιωτών ειδικών δεν λήφθηκαν σοβαρά υπόψη και ότι η προηγούμενη φοίτηση των παιδιών στην ειδική μονάδα είχε αρνητικές ψυχοκοινωνικές συνέπειες.
Η Επαρχιακή Επιτροπή, μετά την εξέταση των ενστάσεών τους, επέμεινε στην απόφασή της. Η Κεντρική Επιτροπή Ειδικής Αγωγής επικύρωσε την εισήγηση, σημειώνοντας ότι οι δημόσιοι λειτουργοί που επαναξιολόγησαν τα παιδιά διαπίστωσαν σημαντικές δυσκολίες προσαρμογής στη γενική τάξη και ανάγκη για μικρό, δομημένο και πιο εξατομικευμένο μαθησιακό περιβάλλον. Παράλληλα, οι ιδιώτες ειδικοί που τα παρακολουθούν εκτός σχολείου ανέφεραν πρόοδο στη γενική τάξη αλλά επεσήμαναν την ανάγκη σταθερής ρουτίνας, προβλέψιμου περιβάλλοντος και ενισχυμένης υποστήριξης.
Η εισήγηση ΥΠΑΝ
Στην απάντησή του προς την επίτροπο, το Υπουργείο Παιδείας υποστήριξε ότι όλες οι διαδικασίες τηρήθηκαν και ότι οι γονείς κλήθηκαν και κατέθεσαν τις θέσεις τους. Τόνισε επίσης ότι η απόφαση ευθυγραμμίζεται με τις αξιολογήσεις των δημόσιων ειδικών, οι οποίοι εισηγήθηκαν φοίτηση στην ειδική μονάδα.
Υπό το βάρος της αντιπαράθεσης και της άρνησης των γονέων να επιτρέψουν τη φοίτηση των παιδιών στο συγκεκριμένο πλαίσιο, το υπουργείο πρότεινε μια ενδιάμεση λύση, δηλαδή τα παιδιά να παραμένουν εγγεγραμμένα στη γενική τάξη και να φοιτούν εκεί για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, ενώ να λαμβάνουν μόνο δύο περιόδους ημερησίως εξειδικευμένη στήριξη σε ξεχωριστό χώρο, εκτός της ειδικής μονάδας, ώστε να διασφαλιστεί η αποφόρτιση και η εντατική παρέμβαση. Παράλληλα, προτάθηκε η πρόσληψη συνοδών, με δυνατότητα υπόδειξης από τη μητέρα, η παροχή λογοθεραπείας σε ανεξάρτητο χώρο και η δυνατότητα αλλαγής δημοτικού σχολείου για το μεγαλύτερο παιδί.






