Κατά τη διάρκεια των μεγάλων δασικών πυρκαγιών, τα εναέρια μέσα της Πυροσβεστικής κάνουν χρήση ενός χαρακτηριστικού κόκκινου υγρού, γνωστού ως αντιπυρικό ή επιβραδυντικό φλόγας. Πρόκειται για ένα ειδικά σχεδιασμένο χημικό μείγμα, το οποίο δεν έχει σκοπό να σβήσει απευθείας τη φωτιά, αλλά να επιβραδύνει την καύση της βλάστησης, δίνοντας πολύτιμο χρόνο στις επίγειες δυνάμεις να περιορίσουν το πύρινο μέτωπο.
Το υγρό αυτό περιέχει κυρίως φωσφορικά άλατα, νερό, πηκτικά και χρωστικές ουσίες ώστε να παραμένει ορατό από τον αέρα. Όταν απλώνεται πάνω σε ξερή βλάστηση ή δέντρα, δημιουργεί ένα προστατευτικό στρώμα που μειώνει τη θερμοκρασία και αποτρέπει την εξάπλωση της φλόγας.
Αν και γενικά θεωρείται ασφαλές για τον άνθρωπο και τα ζώα, η πτώση μεγάλων ποσοτήτων αντιπυρικού υγρού κοντά σε υδάτινους πόρους μπορεί να προκαλέσει παρενέργειες στο τοπικό οικοσύστημα. Για αυτό τον λόγο, οι ρίψεις γίνονται με προσοχή και στρατηγικό σχεδιασμό.
Η χρήση αντιπυρικών υγρών έχει καταστεί βασικό εργαλείο στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών, ειδικά σε δύσβατες περιοχές, και αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος των επιχειρησιακών σχεδίων της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.