Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας επέβαλε σε δύο κατηγορούμενους, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 ετών στον κάθε ένα, αφού κρίθηκαν ένοχοι, ύστερα από ακροαματική διαδικασία σε τρεις κατηγορίες απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις και σε άλλες τρεις που αφορούν νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζαν από κοινού.
Σε ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας αναφέρεται ότι «σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, σε τρία διακριτά περιστατικά στην επαρχία Λάρνακας, οι δύο κατηγορούμενοι συμμετείχαν σε δόλιες αποσπάσεις χρηματικών ποσών και τιμαλφών, από τρεις διαφορετικές ηλικιωμένες γυναίκες, μέσω ψευδών παραστάσεων οι οποίες συνίσταντο στο ότι έπρεπε, δήθεν, να πληρωθούν άμεσα χειρουργικές επεμβάσεις των παιδιών τους που είχαν δήθεν εισαχθεί σε νοσοκομείο μετά από δυστυχήματα στα οποία είχαν εμπλακεί».
Προστίθεται ότι «η κάθε μία από τις ηλικιωμένες γυναίκες δέχθηκε τηλεφώνημα από άνδρα, ο οποίος με σπαστά ελληνικά παρουσιαζόταν ψευδώς ως πρόσωπο που βρισκόταν στο νοσοκομείο και μεσολαβούσε δήθεν για να πληρωθούν άμεσα τα έξοδα χειρουργείου, πείθοντας τες να παραδώσουν, για το σκοπό αυτό, χρήματα και τιμαλφή σε άτομο που θα επισκεπτόταν τις κατοικίες τους για να εισπράξει».
Στην πρώτη περίπτωση «στις 16 Μαΐου 2023, απέσπασαν 7.000 ευρώ σε μετρητά από γυναίκα ηλικίας 87 ετών. Στη δεύτερη περίπτωση, στις 11 Ιουνίου 2023, κατάφεραν να αποσπάσουν από 80χρονη γυναίκα 70.000 ευρώ σε μετρητά καθώς και διάφορα τιμαλφή. Στην τρίτη περίπτωση, στις 29 Ιουνίου 2023, απέσπασαν από γυναίκα 80 ετών, 9.000 ευρώ σε μετρητά και τιμαλφή συνολικής αξίας άλλων 9.000 ευρώ».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας, «οι δύο κατηγορούμενοι προέβαλαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου τη θέση ότι ενεργούσαν στο πλαίσιο παρεχόμενων υπηρεσιών μεταφοράς (courier), λαμβάνοντας τηλεφωνικές οδηγίες από άγνωστό τους άνδρα που μιλούσε σπαστά ελληνικά, για λογαριασμό του οποίου επισκέπτονταν τις κατοικίες και εισέπρατταν χρηματικά ποσά και τιμαλφή, πεπεισμένοι, από τον τελευταίο, ότι επρόκειτο για προκαταβολές που αφορούσαν σε εργασίες κατασκευής αλουμινίων. Ήταν περαιτέρω η θέση τους ότι και αυτοί έπεσαν θύματα της απάτης του άγνωστου άνδρα, αφού μόνο μετά τη σύλληψή τους, όπως ισχυρίστηκαν, αντιλήφθηκαν την απάτη».
Η συγκεκριμένη θέση των κατηγορουμένων «απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο αφού η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, ως η Κατηγορούσα Αρχή, στηριζόμενη αποκλειστικά σε περιστατική μαρτυρία, κατάφερε να αναδείξει στοιχεία μέσω των οποίων αποδεικνύετο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, η γνώση και η συμμετοχή των κατηγορουμένων στο όλο σχέδιο απάτης».
Τελικά «στον κάθε ένα από τους κατηγορούμενους επιβλήθηκαν ξεχωριστά, συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 ετών, ενώ το συνολικό ποσό των 16.000 ευρώ, σε διάφορα χαρτονομίσματα, που εντοπίστηκε κατά την έρευνα της Αστυνομίας στο πλαίσιο διερεύνησης της υπόθεσης, θεωρήθηκε ως έσοδο από παράνομες δραστηριότητες και ως εκ τούτου, εκδόθηκε Διάταγμα Δήμευσης για είσπραξη του ποσού και την επιστροφή του στις παραπονούμενες κατ’ αναλογίαν του ποσού που η καθεμία απώλεσε».
Σημειώνεται ότι «εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκε ο Αδάμος Δημοσθένους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας».
Πηγή: ΚΥΠΕ