Οι ανακλήσεις «χρυσών» διαβατηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο συνεχίζονται ακατάπαυστα καθώς εντοπίζονται, συνεχώς, νέες περιπτώσεις μεγαλοεπενδυτών που τελικά αποδείχθηκαν λαμόγια και εγκληματίες.
Στη χθεσινή του συνεδρίαση το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε, μετά από εισήγηση του Υπουργού Εσωτερικών Κωνσταντίνου Ιωάννου, την αποστέρηση της κυπριακής υπηκοότητας από άλλους επτά επενδυτές και 19 μέλη των οικογενειών τους. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, στην επόμενη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου θα έχουμε και νέες ανακλήσεις «χρυσών» διαβατηρίων.
Με βάση τα στοιχεία που συλλέξαμε, προκύπτουν τα εξής ενδιαφέροντα:
1. Επί διακυβέρνησης Νίκου Χριστοδουλίδη, δηλαδή από 01/03/2023 μέχρι σήμερα, λήφθηκαν συνολικά 35 αποφάσεις από το Υπουργικό Συμβούλιο για αποστέρηση της κυπριακής υπηκοότητας από 35 επενδυτές και 87 μέλη των οικογενειών τους. Ανακλήθηκαν, συνολικά, 122 «χρυσά» διαβατήρια.
2. Τα Υπουργικά Συμβούλια της προηγούμενης και της παρούσας κυβέρνησης αποφάσισαν την ανάκληση «χρυσών» διαβατηρίων από 332 πρόσωπα, 95 επενδυτές και 237 μέλη των οικογενειών τους. Για τα 112 εξ αυτών, 33 επενδυτές και 79 μέλη των οικογενειών τους, ολοκληρώθηκε η διαδικασία με την έκδοση των Διαταγμάτων Στέρησης Υπηκοότητας και ακυρώθηκαν τα έγγραφά τους, όπως ταυτότητες και διαβατήρια.
3. Υπάρχουν και άλλες ύποπτες περιπτώσεις ξένων επενδυτών που διερευνώνται από το Υπουργείο Εσωτερικών. Σχεδόν όλες οι περιπτώσεις επενδυτών που ανακλήθηκαν τα «χρυσά» διαβατήριά τους περιλαμβάνονται σε υποθέσεις που χαρακτηρίστηκαν ως υψηλού κινδύνου από την Ερευνητική Επιτροπή Νικολάτου και εξετάζονται από τα ειδικά κλιμάκια που συστάθηκαν στο Αρχηγείο της Αστυνομίας για τη διαπίστωση ποινικών αδικημάτων.
Οι λόγοι αποστέρησης
Τα «χρυσά» διαβατήρια ανακαλούνται στις περιπτώσεις που επιβεβαιώνεται ότι εξασφαλίστηκαν με δόλο, με ψευδείς παραστάσεις και με απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων. Πρόκειται, κυρίως, για περιπτώσεις επενδυτών εναντίον των οποίων εκκρεμούσαν στις χώρες τους ή και αλλού ποινικές υποθέσεις ή ήταν καταζητούμενοι ή τελούσαν υπό κράτηση ή είχαν καταδικαστεί για τη διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων, δεν διέθεταν λευκό ποινικό μητρώο και δεν ήταν «καλού χαρακτήρα». Συνεπώς, δεν δικαιούνταν εξαρχής το «χρυσό» διαβατήριο.
Ειδικότερα, το Υπουργικό Συμβούλιο έδωσε οδηγίες για την ανάκληση «χρυσών» διαβατηρίων για τους ακόλουθους λόγους:
Ψευδείς δηλώσεις και παραπλανητικά στοιχεία. Υπήρξαν περιπτώσεις που οι επενδυτές δήλωναν κώλυμα να παρουσιαστούν στην Κύπρο για να υπογράψουν το πιστοποιητικό πολιτογράφησής τους. Οι δε δικηγόροι τους επικαλέστηκαν ψευδώς επαγγελματικές υποχρεώσεις αλλά στην πραγματικότητα οι πελάτες τους τελούσαν υπό κράτηση στις χώρες τους για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων.
Επενδυτές κατάδικοι. Για αρκετές περιπτώσεις επενδυτών διαπιστώθηκε μέσα από την έρευνα της Επιτροπής Νικολάτου ότι είχαν σε βάρος τους αρκετά επιβαρυντικά στοιχεία καθώς ενέχονταν σε σοβαρά εγκλήματα. Καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές κάθειρξης και τα ονόματά τους περιλαμβάνονταν στη διεθνή λίστα καταζητούμενων προσώπων της Ιντερπόλ και όχι μόνο.
Επενδυτές υπόδικοι και καταζητούμενοι. Η διερεύνηση ατόμων από τις διωκτικές Αρχές για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων ή ακόμη και η κράτησή τους μέχρι την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεών τους δεν αποτελεί από μόνη της λόγο εξέτασης αποστέρησης της πολιτογράφησης. Ωστόσο, για έναν μεγάλο αριθμό «χρυσών» διαβατηρίων η Επιτροπή Νικολάτου εισηγήθηκε την παρακολούθησή τους, διότι, σε περίπτωση που υπάρξει καταδίκη των εμπλεκομένων, θα πρέπει να ενεργοποιηθεί το άρθρο 113(3) της κείμενης νομοθεσίας για ανάκληση των «χρυσών» διαβατηρίων. Οι επενδυτές-υπόδικοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες στις χώρες καταγωγής τους για διαφθορά, συνωμοσία, φοροδιαφυγή, υπεξαίρεση, απάτη, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες ενέργειες, συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και σε επιχειρήσεις που σχετίζονται με παράνομο τζόγο. Κάποιες από αυτές τις υποθέσεις τελεσιδίκησαν και εκκινήθηκε η διαδικασία της ανάκλησης των «χρυσών» διαβατηρίων αμέσως μετά τις καταδίκες.
Μη τήρηση των όρων της πολιτογράφησης. Στις περιπτώσεις που τα ακίνητα που αποτελούσαν την επένδυση ή τη μόνιμη κατοικία δεν ήταν ολοκληρωμένα, κατά την έγκριση των αιτήσεων για την έκδοση «χρυσών» διαβατηρίων το Υπουργικό Συμβούλιο έθετε ως όρο να υποβάλλεται κάθε έτος στα Υπουργεία Εσωτερικών και Οικονομικών πιστοποιητικό προόδου των εργασιών ανέγερσης των ακινήτων και, μετά την αποπεράτωση αυτών, βεβαίωση παράδοσής τους στους επενδυτές. Επίσης, στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αναφερόταν ρητά ότι η μη εκπλήρωση των όρων αυτών σημαίνει ότι η πολιτογράφηση ήταν δυνατό να ανακληθεί.
Όπως διαπιστώθηκε, σε αρκετές περιπτώσεις επενδυτών ουδέποτε κατατέθηκαν πιστοποιητικά προόδου ή και ολοκλήρωσης των εργασιών των ακινήτων με βάση τα οποία έλαβαν «χρυσά» διαβατήρια. Υπήρξαν δε και περιπτώσεις όπου μετά την πολιτογράφησή τους πώλησαν τα ακίνητα και εγκατέλειψαν την Κύπρο με το κυπριακό διαβατήριο.
Δικαίωμα ακρόασης
Η διαδικασία αποστέρησης της κυπριακής υπηκοότητας διέπεται από το άρθρο 113 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141(Ι)/2002, το οποίο προβλέπει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, νοουμένου ότι πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις που καθορίζονται στον Νόμο, δύναται με διάταγμά του να στερήσει από οποιονδήποτε πολίτη της Δημοκρατίας την κυπριακή υπηκοότητα. Το εν λόγω άρθρο του Νόμου προβλέπει, επίσης, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο προτού εκδώσει Διάταγμα Αποστέρησης Υπηκοότητας ενημερώνει, γραπτώς, το επηρεαζόμενο πρόσωπο για τον λόγο βάσει του οποίου πρόκειται να εκδοθεί το εν λόγω διάταγμα, όπως και για το δικαίωμά του να απευθυνθεί στην ανεξάρτητη Επιτροπή Εξέτασης Αποστέρησης Υπηκοότητας. Συνεπώς, μετά τη λήψη της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για αποστέρηση της κυπριακής υπηκοότητας, ο γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου αποστέλλει επιστολή με την οποία ενημερώνει για την απόφαση αποστέρησης, καθώς και για το δικαίωμα του επηρεαζόμενου προσώπου να υποβάλει ένσταση στην ανεξάρτητη Επιτροπή.
Σύμφωνα, πάντα, με την κείμενη νομοθεσία, σκοπός της Επιτροπής Εξέτασης Αποστέρησης Υπηκοότητας είναι να συμβουλεύει το Υπουργικό Συμβούλιο για θέματα αποστέρησης της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας. Η ανεξάρτητη Επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης λαμβανομένης κατά πλειοψηφία. Το Υπουργικό Συμβούλιο εξετάζει τη γνώμη της Επιτροπής και λαμβάνει τις αποφάσεις του. Το Διάταγμα Στέρησης Υπηκοότητας εκδίδεται αφού πρώτα παραδοθεί η έκθεση της ανεξάρτητης Επιτροπής στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Ως πρόεδρος της ανεξάρτητης Επιτροπής ορίζεται εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας και ως μέλη ο Γενικός Λογιστής και ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή εκπρόσωποι αυτών.