Πρόσφατες υποθέσεις που συζητήθηκαν ευρέως και απασχόλησαν έντονα την κοινή γνώμη φαίνεται ότι στοιχειώνουν και την αναφορά της νόμου που υποχρεώνει τον Γενικό και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα να υποβάλουν δήλωση Πόθεν Έσχες.
Η εξέταση της αναφοράς του Προέδρου της Δημοκρατίας για τον νόμο που ψήφισε η Βουλή ξεκίνησε χθες ενώπιον του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα εμφανίστηκε ο Πόλυς Πολυβίου και εκ μέρους της Βουλής ο Χρίστος Κληρίδης.
Για την αναφορά του νόμου, ο κ. Κληρίδης κατέθεσε ένσταση, την οποία βασίζει σε συγκεκριμένα νομικά σημεία. Στην ένσταση περιέχονται αναφορές σε σοβαρές υποθέσεις, κάτι που προκάλεσε την διαφωνία της άλλης πλευράς. Ο κ. Πολυβίου, λαμβάνοντας τον λόγο, χαρακτήρισε άσχετες τις αναφορές στην ένσταση. «Η υπόθεση αυτή αφορά ένα αμιγώς συνταγματικό θέμα. Στην ένσταση έχει παρουσιαστεί το θέμα, όχι μόνο με συνταγματικά ζητήματα ή αναφορές, αλλά υπάρχουν προσωπικές αναφορές στον Γενικό Εισαγγελέα και τον βοηθό Γενικό Εισαγγελέα. Αναφέρεται στην υπόθεση Άννα Αριστοτέλους – Κατσουνωτού, στην Αρχή κατά της Διαφθοράς, και στην τραγική ιστορία του Θανάση Νικολάου. Όλα αυτά καταλογίζονται ή φαίνεται να καταλογίζονται στον Γενικό Εισαγγελέα και στον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα. Με όλο το σέβας, αυτές οι αναφορές είναι άσχετες. Το θέμα είναι θεσμικό και αφορά τον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα και όχι τα όποια πρόσωπα τον κατέχουν κατά κάποιο χρόνο. Πιστεύω ότι αυτές οι αναφορές προκαλούν δυσφορία και ενδεχόμενα να προκαλέσουν και εντυπωσιασμό», ανέφερε ο νομικός Πόλυς Πολυβίου, εκφράζοντας τη βεβαιότητα ότι το δικαστήριο θα παραβλέψει ότι πρέπει να παραβλεφθεί.
Απαντώντας στις αναφορές του κ. Πολυβίου, ο νομικός Χρίστος Κληρίδης που εκπροσωπεί τη Βουλή ανέφερε ότι τα όσα περιλαμβάνονται στην ένσταση που κατατέθηκε είναι για να καταδειχθεί ότι ο ρόλος και ο θεσμός του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, είναι εντελώς διαφορετικός και διαφοροποιημένος από αυτόν των δικαστών. «Η σχετική αναφορά έγινε αφού λήφθηκε υπόψη ο ορισμός του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στον οποίο γίνεται αναφορά πως οι δικαστές δεν συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος. Δεν καταλογίστηκε οτιδήποτε στον Γενικό και Βοηθό Εισαγγελέα. Απλώς πρόκειται για παραδείγματα για την εμπλοκή τους στον δημόσιο διάλογο και αναφέρθηκαν υποθέσεις που εξάλλου είναι γνωστές στο Συνταγματικό Δικαστήριο, για να καταδειχθεί ακριβώς ο ρόλος τους».
Μετά από οδηγίες του δικαστηρίου δόθηκε χρονικό περιθώριο δύο βδομάδων για να ετοιμαστούν οι αγορεύσεις επί της ένστασης.
Στο μικροσκόπιο το άρθρο 112
Βασικό σημείο της εξέτασης της αναφοράς του νόμου, αλλά και της ένστασης που κατατέθηκε, είναι το κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας υπηρετούν με του ίδιους όρους που υπηρετούν οι δικαστές. Η πλευρά της Νομικής Υπηρεσίας επικαλείται το άρθρο 112, παράγραφος 4, του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, και σε αυτές τις αναφορές βασίζεται η επιχειρηματολογία για την αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ειδικότερα, το συγκεκριμένο άρθρο αναφέρει: «Ο γενικός εισαγγελεύς και ο βοηθός γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας είναι μέλη της μονίμου νομικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας και υπηρετούσιν, υφ’ ούς όρους οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου πλην του προέδρου τούτου και δεν απολύονται, ειμή υφ’ ούς όρους και καθ’ όν τρόπον οι δικασταί ούτοι».
Ο κ. Κληρίδης, στην τοποθέτησή του ανέφερε ότι η ένσταση που κατατέθηκε δεν αφορά τους όρους υπηρεσίας, υποδεικνύοντας ότι, η σχετική πρόνοια του Συντάγματος ότι υπηρετούν επί ίσοις όροις, δεν έχει ισχύει στην προκειμένη περίπτωση. Απ’ την πλευρά του ο Πόλυς Πολυβίου υπέδειξε ότι κύριος άξονας εκ μέρους του αιτητή είναι το άρθρο 112 του Συντάγματος, σημειώνοντας ότι αποδέχονται ότι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας δεν ανήκουν στη δικαστική εξουσία, ότι δεν είναι δικαστές, αλλά υπηρετούν με τους ίδιους όρους που υπηρετούν και οι δικαστές.