Στις νομοθετικές ρυθμίσεις αναφορικά με την πρόσβαση ηλικιωμένων σε οικονομικά προσιτή και δίκαιη ιδιωτική ασφάλιση σε χώρες μέλη της ΕΕ, αναφέρεται νέα έρευνα της Υπηρεσίας Ερευνών, Μελετών και Εκδόσεων της βουλής.
Όπως σημειώνεται στην έρευνα που έγινε μετά από αίτημα της βουλεύτριας Αλεξάνδρας Ατταλίδου, από το δίκτυο του Ευρωπαϊκού Κέντρου Κοινοβουλευτικής Έρευνας και Τεκμηρίωσης (ECPRD) καταγράφηκαν οι απαντήσεις δέκα επτά χωρών, οι οποίες ανταποκρίθηκαν στο αίτημα που υποβλήθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων αναφορικά με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που διέπει την προσβασιμότητα σε οικονομικά προσιτή και δίκαιη ιδιωτική ασφάλιση για τους ηλικιωμένους πολίτες.
Από τη μελέτη των απαντήσεων προκύπτει ότι η πρόσβαση ηλικιωμένων πολιτών σε οικονομικά προσιτή και δίκαιη ιδιωτική ασφάλιση δεν ρυθμίζεται με ειδικό νόμο ή κανονισμό, ωστόσο σχετικές πρόνοιες περιέχονται σε άλλες νομοθεσίες, όπως ο νόμος που ρυθμίζει τις ασφαλιστικές δραστηριότητες (π.χ. Ασφαλιστικός Κώδικας), η ευρωπαϊκή Οδηγία (ΕΕ) 2016/97 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιανουαρίου 2016, ο νόμος για τη γενική ίση μεταχείριση, ο νόμος για την εποπτεία των ασφαλίσεων ή τη χρηματοοικονομική εποπτεία, η νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών κ.ά
Σημαντικός ο ρόλος υπηρεσιών κοινωνικής ασφάλισης
Στην έρευνα τονίζεται ότι σημαντικό ρόλο στην ασφάλιση των πολιτών διαδραματίζουν οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ασφάλισης και τα Συστήματα Υποχρεωτικής Ασφάλισης Υγείας, μέσω των οποίων παρέχεται καθολική κάλυψη και ισότιμη πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας.
Ειδικότερα, στην Πορτογαλία κατοχυρώνεται νομοθετικά το «δικαίωμα στη λήθη» και στην Ολλανδία, παρ’ όλο που δεν ρυθμίστηκε νομοθετικά το εν λόγω δικαίωμα, υιοθετήθηκαν παρόμοιες βέλτιστες πρακτικές μέσω αυτορρύθμισης.
Αποτελεί γενική διαπίστωση ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι ελεύθερες να ορίσουν τα ασφάλιστρα σε επίπεδο που θεωρούν κατάλληλο για την εκτίμηση των ασφαλιστικών κινδύνων, οι δε διαφορές στα ασφάλιστρα πρέπει να αιτιολογούνται με στατιστικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες ενέχουν υψηλότερο ή χαμηλότερο κίνδυνο.
Στη Γαλλία ο ασφαλιστικός κώδικας δεν υποχρεώνει τους οδηγούς να συνάπτουν ακριβότερο ασφαλιστήριο συμβόλαιο οχήματος λόγω ηλικίας, αλλά συμβόλαιο με τις ίδιες καλύψεις με οποιοδήποτε ασφαλισμένο.
Στη Γερμανία, με βάση τον νόμο για τη γενική ίση μεταχείριση (AGG), η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας είναι επιτρεπτή στα ιδιωτικά ασφαλιστήρια συμβόλαια, «εάν αυτή βασίζεται σε αναγνωρισμένες αρχές επαρκούς υπολογισμού κινδύνου, ιδίως σε αναλογιστικά προσδιορισμένη εκτίμηση κινδύνου με στατιστικές έρευνες».
Στην Εσθονία ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής οφείλει να αναζητήσει προσφορές από διάφορες ασφαλιστικές εταιρείες για τον πελάτη, κατά προτίμηση από τρεις τουλάχιστον διαφορετικές εταιρείες και ακολούθως να προτείνει την επιλογή που πιστεύει ότι ανταποκρίνεται καλύτερα στα συμφέροντα του πελάτη.
Στη Λιθουανία, σύμφωνα με τον ασφαλιστικό νόμο, ο ασφαλιστής δεν δικαιούται να αυξήσει μονομερώς το ασφάλιστρο κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης ζωής σε περίπτωση που ο κίνδυνος της ασφάλισης αυξάνεται λόγω της ηλικίας ή αρρώστιας του συμβαλλομένου ή του ασφαλισμένου.
Τι ισχύει στην Κύπρο
Στην Κύπρο το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις δραστηριότητες των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς και τις αλληλεπιδράσεις τους με ασφαλισμένα φυσικά και νομικά πρόσωπα/οντότητες ρυθμίζεται από τον περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Επιχειρήσεων και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο του 2016 (38(Ι)/2016).
Η πρόσβαση σε προσιτή και δίκαιη ασφάλιση για τους ηλικιωμένους δεν προστατεύεται από κανένα συγκεκριμένο κανονισμό. Ωστόσο, στην ισχύουσα νομοθεσία, άρθρο 247Α.-(1), προνοείται η διασφάλιση της δίκαιης μεταχείρισης συγκεκριμένης ομάδας φυσικών προσώπων.
Ειδικότερα, ο νόμος απαγορεύει στις ασφαλιστικές εταιρείες να λαμβάνουν υπόψη το ιατρικό ιστορικό προηγούμενων παθήσεων καρκίνου («δικαίωμα στη λήθη») κατά την αξιολόγηση μιας αίτησης ασφάλισης ζωής, εάν: 1. παρήλθε περίοδος δέκα ετών από την ολοκλήρωση της θεραπείας του αιτούντος· ή 2. παρήλθε χρονικό διάστημα πέντε ετών από την ολοκλήρωση της θεραπείας, σε περίπτωση που το άτομο είχε διαγνωστεί με καρκίνο πριν από την ηλικία των είκοσι ενός ετών. Η διάταξη αυτή ισχύει για ασφάλειες ζωής με κάλυψη που δεν υπερβαίνει τις €300.000.