Εξέλιξη σημειώθηκε χθες σε ό,τι αφορά την υπόθεση με τα έγγραφα των Κεντρικών Φυλακών. Μετά την ακύρωση του Διατάγματος Κατακράτησης των Τεκμηρίων, σύμφωνα με πληροφορίες του «Π», η Αστυνομία, κατόπιν σχετικού αιτήματος στο δικαστήριο, εξασφάλισε νέο διάταγμα για το σύνολο των τεκμηρίων που σχετίζονται με τη σοβαρή υπόθεση που διερευνάται. Όπως αναφέρθηκε αρμοδίως στον «Π», το διάταγμα δεν αφορά μόνο τα χιλιάδες έγγραφα που βρέθηκαν στην οικία στου αρχιδεσμοφύλακα τον περασμένο Απρίλιο αλλά και άλλα τεκμήρια τα οποία συμπληρώνουν το παζλ της υπόθεσης.
Η έκδοση του νέου διατάγματος κατακράτησης των τεκμηρίων ήταν επιβεβλημένη για την Αστυνομία, προκειμένου να συνεχίσει τη διερεύνηση της υπόθεσης. Την περασμένη Παρασκευή το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε το αρχικό Διάταγμα Κατακράτησης των Τεκμηρίων. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, «στην υπό συζήτηση περίπτωση, με δεδομένο ότι το υπό έλεγχο διάταγμα εκδόθηκε από διαφορετικό δικαστή από το δικαστή που εξέδωσε το Ένταλμα Έρευνας, ό,τι χρήζει εξέτασης είναι το κατά πόσο το Κατώτερο Δικαστήριο είχε εξουσία, με βάση τα όσα διαλαμβάνονται στο Άρθρο 33 του Κεφ. 155, να το εκδώσει, στον βαθμό που αυτό αφορούσε και αντικείμενα που εντοπίστηκαν από την Αστυνομία στο πλαίσιο εκτέλεσης Εντάλματος Έρευνας, τα οποία (αντικείμενα), όμως, δεν αναφέρονταν στο εν λόγω Ένταλμα». Καταληκτικά, το Ανώτατο σημειώνει: «όπως είναι νομολογημένο, η υπέρβαση εξουσίας από το Κατώτερο Δικαστήριο συνιστά λόγο για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος. Η μη εκπλήρωση, εν προκειμένω, ρητής προϋπόθεσης για την άσκηση της νομοθετικά παρεχόμενης στο δικαστήριο δικαιοδοσίας για την έκδοση του υπό συζήτηση Διατάγματος Κράτησης Τεκμηρίων, ήτοι της μεταφοράς των κατασχεθέντων αντικειμένων που δεν αναφέρονταν στο Ένταλμα Έρευνας ενώπιον του δικαστή που εξέδωσε το Ένταλμα, αναμφίβολα αποτελεί υπέρβαση εξουσίας. Υπό το φως των πιο πάνω, βρίσκω ότι στον βαθμό που το Κατώτερο Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση Διατάγματος Κατακράτησης Τεκμηρίων που δεν αναφέρονταν στο Ένταλμα Έρευνας και το οποίο Ένταλμα Έρευνας δεν είχε εκδοθεί από το ίδιο αλλά από άλλο δικαστήριο ενήργησε καθ’ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του».
Αυτό που έβγαινε από την Αστυνομία, καθ’ όλη τη διάρκεια που ήταν σε εξέλιξη η διαδικασία στο Ανώτατο Δικαστήριο, ήταν ότι θα συνέτρεχε λόγος ανησυχίας για την έκβαση των ερευνών και ότι σε περίπτωση ακύρωσης του πρώτου Διατάγματος θα εξασφαλιζόταν νέο Διάταγμα Κράτησης των Τεκμηρίων. Όπως και έγινε.
Σε ό,τι αφορά τη διερεύνηση της υπόθεσης, παρά το γεγονός ότι μετά τις ανακριτικές καταθέσεις από τις οποίες πέρασαν η Άννα Αριστοτέλους και η Αθηνά Δημητρίου δεν προέκυψαν νέα στοιχεία, το βάρος της ανακριτικής ομάδας του ΤΑΕ Αρχηγείου πέφτει στην ομαδοποίηση και μελέτη του τεράστιου όγκου εγγράφων και άλλων τεκμηρίων που έχουν ανευρεθεί. Απαιτείται, όπως λέγεται από την Αστυνομία, μεθοδική και πολύ προσεκτική μελέτη όλων των ανευρεθέντων προκειμένου να «δεθεί» η υπόθεση, από τη στιγμή που δεν έχει προκύψει -προς το παρόν- ενοχοποιητική μαρτυρία.
Υπενθυμίζεται ότι τα έγγραφα έχουν ανευρεθεί σε οικία αρχιδεσμοφύλακα των Κεντρικών Φυλακών και, ότι πέραν του ιδίου, ύποπτοι θεωρούνται ακόμη τέσσερα μέλη από το προσωπικό του σωφρονιστικού ιδρύματος και μια ειδική αστυνομικός που υπηρετούσε στις Φυλακές. Οι αστυνομικοί εκτιμούν ότι τα έγγραφα και τα άλλα αντικείμενα που ήταν στα γραφεία της Διεύθυνσης των Κεντρικών Φυλακών μεταφέρθηκαν την περίοδο Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου του 2022, δηλαδή λίγες ημέρες πριν από την αποχώρηση των Α. Αριστοτέλους και Α. Δημητρίου.