Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε αίτημα των καθαιρεθέντων μοναχών της μονής Οσίου Αββακούμ στο Φτερικούδι, με το οποίο ζητούσαν επιστροφή κατασχεθέντων τεκμηρίων σε σχέση με τα όσα λάμβαναν χώρα στο μοναστήρι. Ειδικότερα, το αίτημά τους εστιαζόταν στο οπτικοακουστικό υλικό το οποίο καταγράφηκε από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που ήταν εγκατεστημένο στο μοναστήρι.
Μέσω των δικηγόρων τους οι μοναχοί ζητούσαν την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 3/7/2025 για κατακράτηση των τεκμηρίων.
Η πλευρά των μοναχών υποστήριξε με βάση τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, οποιαδήποτε πράξη παράδοσης ή διάθεσης τεκμηρίων της Ιεράς Μονής Οσίου Αββακούμ από τρίτο πρόσωπο, ήτοι τη Μητρόπολη Ταμασού, χωρίς τη συγκατάθεση του ηγουμένου, ήταν νομικά ανίσχυρη. Υποστήριξαν επίσης ότι στις 5.3.2024, κατόπιν αιφνίδιας και βίαιης εισβολής στη μονή από είκοσι πρόσωπα, εκ των οποίων κληρικοί και άτομα με καλυμμένα πρόσωπα, κάποιοι μοναχοί υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν από τη μονή και τα εν λόγω πρόσωπα άλλαξαν τις κλειδαριές, με αποτέλεσμα τη φυσική κατοχή της μονής και την κατακράτηση των τεκμηρίων που αφορούν στο υπό κρίση διάταγμα χωρίς νόμιμη εξουσία. Σύμφωνα με τον αιτητή, τα τεκμήρια περιλαμβάνουν προσωπικά έγγραφα μοναχών, πνευματικές συνομιλίες, εξομολογητικές συζητήσεις, θρησκευτικά αρχεία, εικόνες και βίντεο προσώπων της μονής.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου, με βάση τα ενώπιον του κατώτερου δικαστηρίου δεδομένα, προκύπτει πως η Αστυνομία παρέλαβε και κατείχε τα εν λόγω τεκμήρια κατόπιν οικειοθελούς παράδοσής τους από πλευράς της Μητρόπολης Ταμασού. «Ο Αιτητής δεν αμφισβητεί την εξουσία που παρέχεται στην Αστυνομία να λάβει τεκμήρια στο πλαίσιο διερεύνησης φερόμενης διάπραξης ποινικών αδικημάτων από τα προαναφερόμενα πρόσωπα. Εισηγείται, όμως, πως για τη νόμιμη έκδοση διατάγματος κατακράτησης των τεκμηρίων, θα πρέπει να προηγηθεί η νόμιμη κατάσχεσή τους, κάτι το οποίο ελλείπει στην υπό κρίση περίπτωση. Η Αστυνομία διεξήγαγε έρευνες για τη φερόμενη διάπραξη αδικημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, εντοπίστηκε προφανώς το υλικό που σχετιζόταν με την κατ' ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων. Αυτό παραδόθηκε οικειοθελώς από την πλευρά της Μητρόπολης. Αυτά τα δεδομένα φαίνεται να εμπίπτουν εντός των προνοιών του άρθρου 25, εφόσον η Αστυνομία διεξήγαγε έρευνες και παρέλαβε και κατέσχε τα εν λόγω αντικείμενα. Το γεγονός ότι αυτά παραχωρήθηκαν οικειοθελώς δεν διαφοροποιεί την κατάσταση πραγμάτων».
Καταληκτικά, το Ανώτατο σημειώνει ότι, «διαφαίνεται ότι το κατώτερο δικαστήριο εξέτασε την αίτηση με βάση τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και ικανοποιήθηκε ότι αυτές πληρούνταν και δικαιολογούσαν την έκδοση του διατάγματος. Εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής έχει στη διάθεση του το δικαίωμα έφεσης. Ως εκ τούτου, ο αιτητής δεν κατάφερε να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση που να δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.