Οι μαρτυρίες ανθρώπων που έχουν τραυματιστεί σωματικά και ψυχικά στον πόλεμο παρουσιάζουν κοινά στοιχεία, ανεξάρτητα από τον χρόνο και τον χώρο ή τη σύγκρουση. Συχνά οι επιζώντες περιγράφουν αισθήματα φόβου και αποπροσανατολισμού, στις αφηγήσεις τους οι μνήμες έχουν ήχο πυροβολισμών ή τη μυρωδιά της καμένης γης ή του πετρελαίου. Στο μπερδεμένο νήμα της ζωής βρίσκεις τους κόμπους της βαθιάς συναισθηματικής επίδρασης της απώλειας αγαπημένων προσώπων, σπιτιών και μια για πάντα του αισθήματος ασφάλειας. Οι ιστορίες αποκαλύπτουν επίσης πώς το τραύμα αναδιαμορφώνει ή καθορίζει την ταυτότητα, τις σχέσεις με τους άλλους και την ικανότητα εμπιστοσύνης. Η γλώσσα του πόνου και της ανθεκτικότητας είναι κοινή και δένει αυτές τις ιστορίες μεταξύ τους, φωτίζοντας το οικουμενικό ανθρώπινο κόστος του πολέμου.
Μια γυναίκα, που βιάστηκε όταν ήταν στην εφηβεία κατά την αιχμαλωσία της στη δεύτερη φάση της εισβολής, κι ένας άντρας που πιάστηκε αιχμάλωτος και μεταφέρθηκε στην Τουρκία προτού επιστρέψει ζωντανός, εξιστορούν στον «Π» τη φρίκη που κουβαλούν ακόμη. Οι δύο αυτοί συμπατριώτες μας έζησαν στη φτώχεια, πάλεψαν με χρόνιες ασθένειες και την απαξίωση των συνανθρώπων μας και του κράτους, σιωπηλοί μάρτυρες μιας αργής, βασανιστικής φθοράς που μοιάζει να συνεχίζει τον πόλεμο με άλλα μέσα.
Πενήντα και πλέον χρόνια μετά, οι δυο τους βιώνουν μια διαφορετική μορφή σκληρότητας: απαξιωτικά σχόλια στα ΜΚΔ, που χλευάζουν ή εργαλειοποιούν τον πόνο τους για πολιτικές αντιπαραθέσεις. Κι ίσως σήμερα η πιο οδυνηρή τους κοινή εμπειρία είναι η οργή. Όχι μόνο για τους βασανιστές τους, αλλά για το ίδιο τους το κράτος, που με τη σιωπή και την αδιαφορία του πρόδωσε ξανά τα θύματα.
«Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από το να είσαι αιχμάλωτος»
Δεν μπορούμε να πούμε το όνομά της γιατί 51 χρόνια μετά δεν γνωρίζουν οι οικείοι της ότι κατά τη δεύτερη εισβολή του 1974, όταν ήταν ακόμα έφηβη βιάστηκε από Τούρκους στρατιώτες. «Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από την αιχμαλωσία», λέει, και τα δάκρυα κυλούν ασταμάτητα από τα μάτια της. Δεν υπάρχει τρόπος να μιλήσεις μαζί της για εκείνες τις μέρες χωρίς να γίνει ερείπιο. Η συνομιλία δεν έχει πρόθεση να προκαλέσει ξανά στεναχώρια, την καθησυχάζει μια κυρία που είναι μαζί μας λέγοντας, «Μην ανησυχείς, οι σκέψεις αυτές δεν την εγκαταλείπουν ποτέ. Έχει ανάγκη να μιλήσει και αν είναι κάτι που ξεχωρίζει, είναι ο θυμός της», μου λέει.
Η οικογένειά της ήταν αγρότες στο χωριό. Όταν οι Τούρκοι στρατιώτες έφτασαν στο χωριό, οι οικογένειες κρύφτηκαν μέσα στα περιβόλια του χωριού της. Τους φώναξαν να βγουν με απειλές. Βγήκαν όλοι με τα χέρια ψηλά και στάθηκαν στη μέση του γηπέδου του χωριού. Τους περικύκλωσαν. Η κακοποίηση άρχισε αμέσως με κλοτσιές, γροθιές, χλευασμούς, ακόμα και δολοφονίες.
Είδε πτώματα, είδε σκοτωμένα ζώα. Είδε να σκοτώνουν εν ψυχρώ νέους, φίλους, νιόπαντρους. Έζησε την πείνα, τις ασθένειες χωρίς περίθαλψη. Λέει στον «Π» πως η αιχμαλωσία δεν σημαίνει μόνο στέρηση ελευθερίας, αλλά και ασύλληπτο φόβο που σε παραλύει.
«Δεν μπορώ να περιγράψω τον φόβο που νιώθει ο άνθρωπος όταν πιστεύει πως ήρθε η ώρα να πεθάνει», λέει. «Μας χώρισαν, πήραν τους άντρες και τους γέρους και εμάς μας έβαλαν σε σπίτια. Όταν ήρθαν να πάρουν άντρες, τους βασάνιζαν για αρκετή ώρα μπροστά μας», λέει.
Γνωρίζει πως πολλοί από τους άντρες που ήρθαν μετά πίσω από την αιχμαλωσία υπέστησαν σοβαρές βλάβες στην υγεία τους και κάποιοι δεν άντεξαν. Μιλώντας για δικό της συγγενή λέει πως «(…) ήρθε πίσω αλλά ήταν τόσο κακοποιημένος που δεν ξέρω αν μπορώ να πω ότι ήταν από τους τυχερούς που έζησαν. Έπεσε σε βαριά κατάθλιψη και αρρώστησε πολύ. Έζησε μέχρι τα πενήντα...».
Για το θέμα των βιασμών, λέει στον «Π» πως υπήρχαν κορίτσια, κοπέλες αρραβωνιασμένες και νιόπαντρες που κουβαλούν τον εφιάλτη στη σιωπή «γιατί η κοινωνία μάς τιμωρούσε για ό,τι μας έκαναν οι βιαστές μας». Δεν φτάνει για τη σοβαρή βλάβη που υπέστησαν στην υγεία και την ψυχολογική τους κατάσταση, σε αρκετές περιπτώσεις οι ίδιες τους οι οικογένειες, θεωρώντας ότι θα ήταν «δακτυλοδειχτούμενες», έσπευσαν να τις παντρέψουν σε άλλες πόλεις για να μην τις αναγνωρίσει κανείς. «Δεν ήθελα κανένας να με αγγίξει ξανά αλλά με πάντρεψαν. Και λέω σήμερα πως τουλάχιστον έχω τα παιδιά μου», λέει, και συμπληρώνει πως τα παιδιά δεν το ξέρουν.
Στη συζήτηση ξεχωρίζει ο θυμός της με το κράτος, που θεωρεί πως δεν στάθηκε στις γυναίκες που βιάστηκαν όπως έπρεπε. «Δώσαμε καταθέσεις, είχαμε χαρτί εμείς από τον Ερυθρό Σταυρό για ό,τι περάσαμε, αλλά εκτός από πενιχρά επιδόματα, καμία στήριξη», καταλήγει.
Top of Form Bottom of Form
Το ίδιο θυμό κουβαλά και ο ΒΜ, αιχμάλωτος του 1974, επίσης της δεύτερης εισβολής, που αισθάνεται μεγάλη πίκρα όταν κάποιοι στα ΜΚΔ κάνουν γελοία σχόλια, όπως ότι οι αιχμάλωτοι της εισβολής δεν θα έπρεπε να παίρνουν επιδόματα, αλλά και με την ανταπόκριση του κράτους.
«Γνωρίζω κάποιον που έκανε αίτηση για καροτσάκι και μέχρι να εγκριθεί πέθανε. Κάποιος άλλος μετέβη στο εξωτερικό για περίθαλψη και τον ξέχασαν εκεί μέχρι που οι ομογενείς στην Αγγλία συγκέντρωσαν χρηματικό ποσό για να έρθει πίσω στην Κύπρο». Τα λέει και πραγματικά σε κάνει να ντρέπεσαι, τόσο για το κράτος όσο και για τους συμπατριώτες μας που γράφουν σχόλια όπως «μια φορά σας κάλεσε η πατρίδα και θέλετε και λάικ».
Προσθέτει με παράπονο πως ό,τι πέτυχαν οι πρώην αιχμάλωτοι είναι μέσω του δικού τους συνδέσμου και πως «πέρα από το χαρτί του Ερυθρού Σταυρού το κράτος ουδέποτε έδωσε ένα χαρτί ότι είμαστε αιχμάλωτοι». Στις εκλογές θυμούνται και ξεκινούν οι υποσχέσεις πως οφείλουν μνημεία, λέει ο ΒΜ.
Εξιστορεί πώς συνελήφθη μαζί με άλλους τρεις που πήγαιναν στο Βαρώσι: «Οταν έσπασε η γραμμή στη Μια Μηλιά στις 16 Αυγούστου 1974 ήμουν 20 χρονών. Είχα απολυθεί τον Γενάρη και πήγα τον Ιούλη έφεδρος με την επιστράτευση και μας έδωσαν κυνηγετικό με έξι φυσίγγια».
«Βρεθήκαμε περικυκλωμένοι χωρίς να καταλάβουμε. Εμείς νομίζαμε ότι θα πάμε στην Αμμόχωστο που μας είπαν ότι υπήρχε ασφάλεια. Ο ένας από εμάς μόνο είχε καλάσνικοφ διότι ήταν υπασπιστής του διοικητή. Εκείνη τη στιγμή όμως δεν είχαμε τα όπλα, τα είχαμε αφήσει γιατί δεν ξέρουμε τι να περιμένουμε και αυτό ήταν η σωτηρία μας», λέει.
«Μας συνέλαβαν και από την πρώτη στιγμή μας κτυπούσαν με τα κοντάκια των όπλων, πρώτα εκεί που μας έπιασαν και μετά μέσα στα φορτηγά που μας μετέφεραν εντός των τειχών στο Βαρώσι, όπου φάγαμε το πρώτο ξύλο από τους Τουρκοκύπριους. Μετά μας μετέφεραν σε ένα στρατόπεδο (Καράολος) που το είχαν ήδη καταλάβει. Κοιμηθήκαμε εκεί ένα βράδυ και μετά μας πήραν στο γκαράζ του Παυλίδη. Ούτε ξέρω πόσοι ήμασταν στρυμωγμένοι. Κοιμόμασταν όρθιοι, σαν σαρδέλες με μάτια και χέρια δεμένα. Την επομένη, μας έβαλαν σε λεωφορεία και μας πήραν στην Κερύνεια. Όμως, πριν ξημερώσει μας έφεραν πίσω, στις φυλακές του Σεραγιού, διότι όπως μάθαμε τα καράβια ήταν γεμάτα από κλοπιμαία, αυτοκίνητα, έπιπλα. Μετά από τρεις μέρες, μας πήραν ξανά για να μας μεταφέρουν στη Μερσίνα. Τα μάτια μας ήταν δεμένα και έσβηναν στα κορμιά μας τα τσιγάρα τους. Μας ελευθέρωσαν τα μάτια και τα χέρια και μετά από 24 ώρες φτάσαμε νύχτα στη Μερσίνα».
Και εκεί τους περίμεναν: «Αν δεν υπήρχε στρατός, θα μας είχαν λιντσάρει. Κρατούσαν εργαλεία, λοστούς, ξύλα, τσάπες».
Στη συνέχεια τους φόρτωσαν για τα Άδανα και θυμάται πως εκεί ήταν η πρώτη φορά που τους έδειραν «με ανθρώπινο χέρι», δηλαδή όχι με εργαλεία, αλλά με γροθιές. «Μας πήραν ό,τι είχαμε πάνω μας σε χρυσαφικά, πορτοφόλια, και στη συνέχεια μας έσπρωξαν σε έναν τεράστιο διάδρομο προς τα κελιά. Αριστερά και δεξιά μας κτυπούσαν με ξύλα, όπλα, αλυσίδες, δεν το χωρά ο νους σου. Μας είχαν βάλει σε μια αίθουσα που χωρούσε είκοσι πέντε και ήμασταν πενήντα. Την επομένη στο προαύλιο έβλεπες πόσο κακοποιημένοι ήμασταν».
Δεν θυμάται πόσες μέρες ήταν εκεί, παρά μόνο πως τους έδιναν ένα «ξερό κομμάτι ψωμί που ήταν λύσσα». Ακολούθησαν οι φυλακές στην Αμάσια, όπου «περάσαμε καλά υπό την έννοια ότι δεν μας έδερναν κάθε μέρα».
Θυμάται και ένα περιστατικό, όταν μπήκε στα αποχωρητήρια ένας αξιωματικός και πέταξε ένα αποτσίγαρο και «πως όρμησαν όλοι οι καπνιστές και το άρπαξαν και κατάφεραν να τραβήξουν όλοι από μια ρουφηξιά. Μετά μας έδιναν ένα πακέτο κάθε δυο μέρες, που ο καπνός όμως ήταν χάλια». Όλα αυτά στην Αμάσια.
Αν πίστευαν ότι θα ζήσουν; «Αρχικά όχι, μέχρι που ήρθαν από τα Ηνωμένα Έθνη και πήραν τα ονόματά μας. Βέβαια υπάρχουν και αγνοούμενοι από εκεί. Δεν είχαμε οπτικό πεδίο και πολλές φορές ακούγαμε ριπές. Μετά άρχισαν να μας λένε, 'αύριο θα φύγετε'».
Κάθε μέρα το ίδιο μέχρι που έφτασε η 28η Οκτωβρίου, την οποία περιγράφει, κλαίγοντας από τη συγκίνηση. «Ήμουν στο τελευταίο λεωφορείο και ήμουν ο προτελευταίος. Από το Λήδρα Πάλας μέχρι την Ξενοδοχειακή Σχολή εκατό χιλιάδες άνθρωποι στέκονταν στον δρόμο περιμένοντας με την ελπίδα να δουν τον δικό τους άνθρωπο. Ήταν πάρα πολύ συγκινητικό. Η διαδρομή αυτή κράτησε πάνω από 4 ώρες. Μας σταματούσε ο κόσμος και έμπαινε στο λεωφορείο. ‘Αυτόν τον είδες;’ ‘αυτόν τον ξέρεις;’».
Τον ΒΜ τον περίμεναν η οικογένεια και οι φίλοι του και η χαρά ήταν απερίγραπτη. «Τις επόμενες μέρες έρχονταν από την Αστυνομία και πηγαίναμε για αναγνώριση αγνοουμένων», μας λέει.
Σε ερώτηση αν νιώθει ότι τον στήριξαν, χαμογελά: «Πήραμε δύο λίρες για να πάρουμε λεωφορείο, αν δεν είχαμε κάποιον δικό μας να μας παραλάβει. Μετά από πολλούς αγώνες καταφέραμε να έχουμε δωρεάν ιατρική περίθαλψη, αλλά πολλές φορές δεν μας δέχονταν στα νοσοκομεία. Κάποιοι μας έλεγαν ‘σαν μην πας να πολεμήσεις’». Προσθέτει πως επί Προεδρίας Αναστασιάδη πήραν διακόσια ευρώ μηνιαίο βοήθημα, αλλά τελικά τους δίνουν 1.000 ευρώ κάθε έξι μήνες.
Η επόμενη ερώτηση είναι πώς κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και να προχωρήσει στη ζωή του. «Ίσως με το πέρασμα του χρόνου, ίσως επειδή δεν μου έμειναν βλάβες. Υπήρχαν όμως τόσοι άλλοι που τραυματίστηκαν πολύ εκείνη την περίοδο και έξω δεν υπήρχε συμπαράσταση».
Η γυναίκα που μίλησε στον «Π» καθώς και ο ΒΜ δεν μπορούν να σκεφτούν τη συμφιλίωση. Ως δύο χωριστές περιπτώσεις θυμάτων του πολέμου δεν μπορούν, όπως είπαν, να ασχοληθούν με τα εγκλήματα της δικής μας πλευράς. Υπάρχει μίσος και τραύμα και το πολιτικό ζήτημα δεν αποτελεί καν θέμα. Λένε ξεκάθαρα πως δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη φρίκη που πέρασαν. «επειδή κάποιοι ανεγκέφαλοι, ψυχοπαθείς εγκληματίες δικοί μας προέβησαν σε άλλα εγκλήματα κατά των Τουρκοκυπρίων». Ταυτόχρονα, δεν κρύβουν το παράπονο και τον θυμό τους για το κράτος, που τους αντιμετώπισε με πενιχρά επιδόματα, δεν τους τίμησε και δεν τους στήριξε όσο θα έπρεπε. Ένα κράτος που 51 χρόνια μετά θεωρεί πως εργάζεται προς την κατεύθυνση της επανένωσης της Κύπρου. Και που σου προκαλεί την ειλικρινή απορία: πώς θα απλώσει το χέρι στους απέναντι αν δεν έχει καταφέρει να συμπαρασταθεί σωστά ούτε στους δικούς του;