Οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες συγκαταλέγονται σήμερα μεταξύ των πιο κερδοφόρων ιδρυμάτων στην ΕΕ, αναφέρει ο οίκος αξιολόγησης Scope, εν μέρει λόγω των υψηλών μεριδίων αγοράς που κατέχουν στην εγχώρια αγορά.
Σε έκθεσή του για το περιβάλλον λειτουργίας των τραπεζών στην Ευρώπη, ο οίκος σημειώνει ότι εφόσον δεν υπάρξει μια απροσδόκητη ύφεση, προβλέπονται διψήφιες αποδόσεις επί του μέσου όρου των ιδίων κεφαλαίων το 2025 και το 2026.
«Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας βιώνει μια περίοδο ανάκαμψης, η οποία υποστηρίζεται από τον ισχυρό εταιρικό και καταναλωτικό δανεισμό, τα υψηλά περιθώρια τόκων, τη μείωση των δεικτών κόστους-εσοδών και κόστους κινδύνου, καθώς και από την ισχυρή ποιότητα του ενεργητικού», τονίζει ο οίκος.
Μεγάλοι αγοραστές κρατικών ομολόγων
Ο οίκος αναφέρει στην έκθεσή του ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι μεγάλοι αγοραστές ελληνικών κρατικών ομολόγων, τροφοδοτώντας τις ανησυχίες της αγοράς σχετικά με τον καταστροφικό κύκλο τραπεζών-κρατών.
Υπολογίζεται ότι τα ελληνικά κρατικά ομόλογα αντιπροσωπεύουν περίπου το 140% του κεφαλαίου Tier 1 κατά μέσο όρο για τις τρεις συστημικές τράπεζες στο δείγμα της EBA τον Σεπτέμβριο του 2024.
Μετά από σημαντική ενοποίηση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας της σοβαρής κρίσης, κατά την οποία τα τραπεζικά περιουσιακά στοιχεία συρρικνώθηκαν κατά 60%, τέσσερις τράπεζες κυριαρχούν πλέον και κατέχουν πάνω από το 90% των περιουσιακών στοιχείων του τραπεζικού τομέα: η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, η Eurobank, η Alpha Bank και η Τράπεζα Πειραιώς.
«Τα έσοδα του τομέα προέρχονται κυρίως από καθαρά έσοδα από τόκους, αντανακλώντας την εστίαση στον δανεισμό και τη χαμηλή διείσδυση στην αγορά μη τραπεζικών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Αυτό αφήνει τις τράπεζες πιο εκτεθειμένες στον κύκλο των επιτοκίων», τονίζεται.
Δεδομένων των χαρακτηριστικών του ελληνικού τραπεζικού τομέα, συμπεριλαμβανομένης μιας σχετικά μικρής αγοράς στεγαστικών δανείων, ο δανεισμός απευθύνεται σε επιχειρήσεις, με αρκετά υψηλή έκθεση στη ναυτιλία και τον τουρισμό. Αναμένεται ότι η μέση ποιότητα των εταιρικών πελατών θα είναι πιο ανθεκτική από ό,τι στο παρελθόν, έχοντας ήδη αντέξει μια σοβαρή επιδείνωση του λειτουργικού περιβάλλοντος κατά τη δεκαετία 2010-2020.
Εξυγίανση ισολογισμών
Ο ακαθάριστος δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) του τομέα μειώθηκε στο 3,6% τον Δεκέμβριο του 2024, από 49% το 2017. Οι πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων έχουν υποστηριχθεί από το Ελληνικό Σύστημα Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων, το οποίο εισήχθη το 2019 και έκτοτε έχει παραταθεί αρκετές φορές.
Οι τράπεζες όχι μόνο έχουν καθαρίσει τους ισολογισμούς τους, αλλά έχουν επίσης βελτιώσει τα κριτήρια δανεισμού και παρακολούθησης. Οι καταθέσεις πελατών, ιδίως από πελάτες λιανικής, αποτελούν την κύρια πηγή χρηματοδότησης για το σύστημα. Αφού εξήλθαν από το σύστημα κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους, οι καταθέσεις έχουν σταδιακά επιστρέψει και έχουν ξεπεράσει την αύξηση των δανείων για σχεδόν μια δεκαετία.
Ηγετική θέση στη ναυτιλία
Στο πλαίσιο των αναφορών του ο οίκος καταγράφει το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει μια μικρή αλλά ανεπτυγμένη οικονομία.
«Η χώρα κατέχει παγκόσμια ηγετική θέση στη ναυτιλία. Άλλοι βασικοί τομείς είναι ο τουρισμός, η γεωργία και η μεταποίηση. Η οικονομία ανακάμπτει σταδιακά από μια σοβαρή κρίση χρέους, η οποία οδήγησε σε προγράμματα διάσωσης, αναδιάρθρωση χρέους και μέτρα λιτότητας», προσθέτει.
Ωστόσο, επισημαίνει, το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας παραμένει περίπου 40% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Από το 2020, η ελληνική οικονομική ανάπτυξη ήταν ισχυρή χάρη στην ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση και την ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων, τα κυβερνητικά μέτρα και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2% το 2025 και 1,6% κατά μέσο όρο από το 2026 έως το 2029, ενώ το αναπτυξιακό δυναμικό είναι 1,25%.
Ο οίκος Scope αναβάθμισε την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα το 2023 και αύξησε την αξιολόγηση κατά μία βαθμίδα τον Δεκέμβριο του 2024 σε BBB, υποστηριζόμενη από τις προσδοκίες για περαιτέρω μείωση του δείκτη του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, και ισχυρότερα από τα αναμενόμενα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα. Στην αναβάθμιση συνέτεινε επίσης η ανάκαμψη του τραπεζικού συστήματος και η μείωση των οικονομικών ανισορροπιών.
Αδυναμία το υψηλό χρέος
Ο οίκος τονίζει ότι το υψηλό επίπεδο δημόσιου χρέους (158% του ΑΕΠ) αποτελεί την κύρια αδυναμία της χώρας, καθώς μπορεί να περιορίσει την ικανότητα της κυβέρνησης να στηρίξει την οικονομία κατά τη διάρκεια περιόδων ύφεσης.
«Οι πολιτικοί και οι σχετικοί με την πολιτική κίνδυνοι είναι μέτριοι τα επόμενα χρόνια, αλλά ενδέχεται να αυξηθούν μακροπρόθεσμα. Οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες και οι δημογραφικές προκλήσεις, όπως η καθαρή μετανάστευση, περιορίζουν τη μακροπρόθεσμη τάση ανάπτυξης και τα επίπεδα πλούτου», εκτιμά ο οίκος.