Σε έναν κόσμο όπου η πληροφορία προηγείται της εμπειρίας και η απάντηση εμφανίζεται πριν διατυπωθεί το ερώτημα, αναδύεται μια νέα κατηγορία ανθρώπων: εκείνοι που «πουλάνε» —ή ακριβέστερα εκχωρούν— τη σκέψη τους στην τεχνητή νοημοσύνη. Δεν πρόκειται για κάποια μεταφορά περί ελαφριάς χρήσης βοηθητικών εργαλείων, αλλά για μια σταδιακή μετατόπιση του ίδιου του κέντρου λήψης αποφάσεων.
Το παράδειγμα του Tim Metz είναι ενδεικτικό. Χρησιμοποιεί, όπως λέει μιλώντας στο περιοδικό The Atlantic, συστηματικά AI μέχρι και οκτώ ώρες ημερησίως, για να αξιολογήσει φρούτα στο σούπερ μάρκετ, για να αποφασίσει αν θα κοιμηθεί αλλού λόγω ενός πιθανού κινδύνου από δέντρο έξω από το σπίτι, ακόμη και για να προβλέψει ερωτήσεις μιας δημοσιογραφικής συνέντευξης πριν αυτή συμβεί. Όχι μόνο απευθύνεται στα συστήματα ως βοηθούς, αλλά τα αφήνει να διαμορφώνουν τη σκέψη του προτού ο ίδιος επιχειρήσει να σκεφτεί.
Η τεχνητή νοημοσύνη μετατρέπεται σε υποδομή σκέψης
Η εξάρτηση αυτή δεν μοιάζει πια με εργαλειακή χρήση αλλά με γνωσιακή υποκατάσταση. Συνάδελφοί του τον αποκαλούν «LLeMming», έναν νεολογισμό που συνδυάζει το ακρωνύμιο LLM με την εικόνα των lemmings: πλασματάκια που ακολουθούν μαζικά την πορεία του συνόλου, αδιαφορώντας για το σημείο στο οποίο οδηγούνται. Η τεχνητή νοημοσύνη παύει να είναι συσκευή και μετατρέπεται σε υποδομή σκέψης: γράφει emails, εισηγείται επαγγελματικές αποφάσεις, δίνει οδηγίες για κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, υποκαθιστά συμβουλές φίλων, συζύγου, ακόμη και γονέα.
Ο εκπαιδευτικός James Bedford περιγράφει στο The Atlantic το σημείο καμπής του όταν, μέσα σε ένα τρένο, αντί να αναζητήσει μόνος του τρόπο να βοηθήσει μια συνεπιβάτισσα να βγάλει ένα AirPod από τη σχισμή του καθίσματος, ένιωσε την άμεση τάση να ρωτήσει το chatbot. Η γνωσιακή κίνηση δεν ήταν πια «σκέφτομαι και ενδεχομένως επιβεβαιώνω μέσω AI», αλλά «πρώτα ρωτώ το AI και μετά, αν χρειαστεί, σκέφτομαι». Η παύση ενός μηνός που του επέβαλε ο ίδιος στον εαυτό του λειτούργησε σαν αποτοξίνωση: ένιωσε, όπως είπε, ότι «ξανασκέφτηκε μόνος του για πρώτη φορά». Κι όμως, λίγες εβδομάδες αργότερα επέστρεψε στην ίδια εξάρτηση. Η νοητική οικονομία είναι αμείλικτη: ο εγκέφαλος προτιμά το μονοπάτι με τη μικρότερη κατανάλωση ενέργειας.
Η εξάρτηση γίνεται και συναισθηματική
Σε αυτό το πλαίσιο, η τεχνητή νοημοσύνη δεν εμφανίζεται απλώς ως εργαλείο που βοηθά, αλλά ως επιταχυντής ψυχικής άνεσης. Όταν μια νεαρή εργαζόμενη ρωτά το chatbot για το αν οι φίλοι της είναι καλά μέσα στη νύχτα ή για το αν έχει πιθανότητες κλοπής ταυτότητας όταν έχασε το κινητό της, δεν ζητά πραγματική πληροφόρηση· ζητά ανησυχία που να μετατραπεί σε αφήγηση, σε σενάριο, σε κάτι απτό που να μπορεί να συζητηθεί. Το chatbot δεν λύνει την αγωνία· την απορροφά, την μορφοποιεί, την επαναφέρει με λόγια «αρμόδια» και καθησυχαστικά. Η εξάρτηση δεν είναι απλώς γνωσιακή, αλλά συναισθηματική.
Οι εταιρείες, βέβαια, αναγνωρίζουν το πρόβλημα. Ο Sam Altman παραδέχτηκε δημόσια ότι «νέοι άνθρωποι δηλώνουν πως δεν μπορούν να πάρουν καμία απόφαση χωρίς να τα πουν όλα στο chatbot».
Την ίδια στιγμή, τα επιχειρηματικά μοντέλα των εταιρειών βασίζονται σε αυτή ακριβώς την εξάρτηση: εκατομμύρια premium συνδρομές πρέπει όχι απλώς να διατηρηθούν, αλλά να πολλαπλασιαστούν. Όσο περισσότερο οι χρήστες εκχωρούν τη γνωσιακή τους αυτονομία, τόσο πιο ασφαλής γίνεται η οικονομική βάση των συστημάτων.
Η λεπτή ειρωνεία είναι πως, από τη μία, οι πλατφόρμες ενσωματώνουν παρεμβάσεις για «διάλειμμα χρήσης», «υγιή περιορισμό εξάρτησης» και «αναστολή αχρείαστων αναλύσεων», και από την άλλη καλλιεργούν συνθήκες που ενθαρρύνουν την πλήρη νοητική μεταφορά: «Βοήθησέ με να το διατυπώσω, ξαναγράψ' το, αποφάσισε εσύ αντί για μένα, καθησύχασέ με, καθοδήγησέ με, απάντησέ μου».
Κάποια συστήματα φτάνουν στο σημείο να «μαλώνουν» τον χρήστη για υπερβολική ανάλυση ή να κλείνουν συζητήσεις με τη φράση «σταμάτα, υποβάλε το τώρα», δημιουργώντας μια αμφίθυμη συνθήκη: άλλοτε λειτουργούν σαν άκαμπτος επιτηρητής και άλλοτε σαν υπάκουος υπηρέτης.
Η τεχνητή νοημοσύνη παύει να είναι συσκευή και μετατρέπεται σε υποδομή σκέψης / MIDJOURNEY
Αυτοί που αντιστέκονται
Κάποιοι λίγοι αντιστέκονται: ο Bedford ξεκινά το #NoAIDecember, καλώντας χιλιάδες να επαναφέρουν τη «RI» —την real intelligence. Το εγχείρημα δεν είναι απλώς τεχνική αποτοξίνωση, αλλά υπενθύμιση ότι σκέψη σημαίνει καθυστέρηση, τριβή, σιωπή, λάθος, πλήξη. Η ΤΝ αφαιρεί όλα αυτά με τη καλογυαλισμένη ταχύτητά της. Δεν είναι ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να σκεφτούν· είναι ότι μαθαίνουν πως δεν χρειάζεται.
Αναμφίβολα, η εκχώρηση σκέψης δεν είναι πρωτόγνωρη: η γραφή υποκατέστησε τη μνήμη, οι αριθμομηχανές την αριθμητική επινοητικότητα, το GPS την χωρική εγγραφή. Όμως αυτό που συμβαίνει τώρα δεν αφορά μία δεξιότητα αλλά την ίδια την πράξη της νόησης. Η σκέψη δεν ανατίθεται ως εργασία, αλλά ως ταυτότητα: «σκέψου για εμένα, αντί για εμένα, πριν από εμένα». Όταν το ερώτημα «τι πιστεύω;» αντικαθίσταται από το «τι πιστεύει το μοντέλο ότι θα έπρεπε να πιστεύω;», η αυτονομία γίνεται από μόνη της διαπραγμάτευση.
Η πιο ανησυχητική πιθανότητα δεν είναι να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε, αλλά να σταματήσουμε να νιώθουμε την ανάγκη να σκεφτούμε. Όταν η αβεβαιότητα, η αναποφασιστικότητα και η ανθρώπινη ασάφεια αντικαθίστανται από «απάντηση με χροιά βεβαιότητας», η εμπειρία του κόσμου γίνεται εξαγόμενη υπηρεσία. Η σκέψη δεν πουλιέται· μεταβιβάζεται σιωπηλά. Και σε αυτή τη σιωπή, ίσως ο άνθρωπος χάσει όχι την ικανότητα να γνωρίζει, αλλά την επιθυμία να γνωρίζει.
Πηγή: iefimerida.gr






