Πέθανε χθες Τετάρτη σε ηλικία 77 ετών ο Ο. Τζ. Σίμπσον, ο πρώην σταρ του αμερικανικού ράγκμπι και ηθοποιός που «πρωταγωνίστησε» σε μία από τις πλέον πολύκροτες δικαστικές υποθέσεις στις ΗΠΑ, η οποία συχνά αποκαλείται και «δίκη του αιώνα».
Την είδηση γνωστοποίησε η οικογένειά του.
Ο Σίμπσον κατηγορήθηκε για τον φόνο της πρώην συζύγου του Νικόλ Μπράουν και του φίλου της Ρον Γκόλντμαν.
Το ζευγάρι μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου έξω στο Brentwood του Λος Άντζελες την νύχτα της 12ης Ιουνίου 1994. Η δίκη διήρκεσε έντεκα μήνες, από τις 9 Νοεμβρίου 1994 έως τις 3 Οκτωβρίου 1995 αλλά ο Σίμπσον απηλλάγη των κατηγοριών.
Κατέληξε πάντως αργότερα στη φυλακή, για εντελώς διαφορετικό λόγο: Το 2008 καταδικάστηκε σε 33 χρόνια φυλάκιση για τη συμμετοχή του σε ένοπλη ληστεία σε ξενοδοχείο στο Λας Βέγκας. Εξέτισε τα εννέα και αφέθηκε ελεύθερος το 2017.
Άλλοτε σούπερ σταρ του αμερικανικού ράγκμπι, ο Ο. Τζέι απορροφήθηκε σταδιακά από την ποπ κουλτούρα και βρέθηκε να γυρίζει ταινίες στο Χόλιγουντ, να παρουσιάζει τηλεοπτικές εκπομπές και να εμφανίζεται σε διαφημίσεις.
Η δίκη του μεταδόθηκε τηλεοπτικά, αποτελώντας τρόπον τινά ένα ριάλιτι σόου, με τον κόσμο να παρακολουθεί μανιωδώς την αποκαθήλωση ενός ήρωα.
Αν και τα στοιχεία έμοιαζαν αδιάσειστα (αποτυπώματα στο μαχαίρι, ταυτοποίηση αίματος κ.λπ.), η υπερασπιστική γραμμή του Σίμπσον έπαιξε το χαρτί των φυλετικών προκαταλήψεων, αποκαλύπτοντας ρατσιστικές συμπεριφορές λευκών αστυνομικών που ήθελαν να τον παγιδεύσουν. Το σώμα των ενόρκων, στην πλειονότητά τους Αφροαμερικανών, έκριναν με συνοπτικές διαδικασίες (μέσα σε τρεις ώρες) ότι ο κατηγορούμενος ήταν αθώος.
Το κόλπο του αιώνα με το γάντι
Εως κα λίγο προτού τελεσιδικήσει η υπόθεσή του, ολόκληρος ο κόσμος έβαζε στοίχημα για την καταδίκη του. Υπήρχαν αυτόπτες μάρτυρες που τον είχαν ακούσει να απειλεί να την σκοτώσει. Και όχι μια φορά. Άλλοι να φεύγει από το σπίτι τη μέρα της δολοφονίας με το αυτοκίνητο οδηγώντας τρελά. Ίχνη διάρρηξης δεν υπήρχαν. Ποιος άλλος θα μπορούσε να έχει κλειδιά; Ήταν ένοχος, όλοι είχαν πειστεί γι αυτό. Μέχρις ότου ήρθε η απόλυτη ανατροπή. Οι εντολείς του, δικηγόροι-σταρ που έπαιρναν 50.000 δολάρια την ημέρα για να τον υπερασπιστούν, έκαναν την απόλυτη ανατροπή.
Ξέροντας ότι ο Σίμπσον έπαιρνε χάπια για αρθρίτιδα, του ζήτησαν να τα σταματήσει για να πρηστούν τα χέρι του. Κι όταν φόρεσε το επίμαχο γάντι και μετά το άλλο, φάνηκε ότι δεν του έκαναν. Και ο εντολέας του, ο διαβολικός Τζόνι Κόχραν, είπε το ιστορικό «if it doesn’t fit, you must acquit». Και ο Σίμπσον κρίθηκε από τους ενόρκους αθώος. Τίτλοι τέλους για ένα δράμα 8 μηνών. Ήταν στις 3 Οκτωβρίου του 1995.
Τι κι αν ξυλοφόρτωνε την γυναίκα του επί 16 χρόνια, κι αν είχε νοσηλευτεί σε νοσοκομεία. Τι κι αν το μαρτύριό της το είχε η ίδια καταγράψει σε λεπτομερή ημερολόγια και το ήξερε η οικογένειά της. Ο νομικός κόσμος είχε φρίξει. Οι συγγενείς της Νικόλ Μπράουν πήραν μια ελάχιστη ικανοποίηση, όταν το 1997 δικαστήριο του επιδίκασε αποζημίωση ύψους εκατομμυρίων. Αλλά οι πανούργοι δικηγόροι του χρησιμοποίησαν και το χαρτί του χρώματός του. Πείθοντας ότι είχε πέσει θύμα φυλετικών διακρίσεων των αστυνομικών. Με αυτόν τον τρόπο κινητοποίησε την κοινότητα των Αφροαμερικανών που τάχθηκαν στο πλευρό του. Ο ίδιος όμως δεν είχε κάνει τίποτα γι αυτούς. Όπως γράφουν αμερικανικά μέσα εκείνη την εποχή, ο Σίμπσον μέσα από το ποδόσφαιρο ξέφυγε από τις φτωχογειτονιά που μεγάλωσε. Άλλαξε κοινωνικό περίγυρο, δεν κοιτούσε πίσω. Δεν έκανε παρέα με έγχρωμους, μόνο με λευκούς. Ήταν ένας λευκός μαύρου χρώματος.
Πηγή: hellasjournal.com