«Για να αντιληφθείς το πρόβλημα της προσβασιμότητας δεν χρειάζεται να είσαι άτομο με αναπηρία. Αρκεί να είσαι γονιός με καροτσάκι». Με αυτή τη φράση άνοιξε το δεύτερο πάνελ της ημερίδας «ΑμεΑ & Κινητικότητα», που πραγματοποιήθηκε χθες (25.11) στη Λευκωσία από την Cyprus Public Transport.
Η παρατήρηση λειτούργησε ως υπενθύμιση ότι το ζήτημα της μετακίνησης δεν αφορά λίγους, αλλά την πλειονότητα. Τον ηλικιωμένο που προσπαθεί να περπατήσει σε στενό πεζοδρόμιο, τον πολίτη που περιμένει λεωφορείο στη ζέστη χωρίς σκιά, τον επισκέπτη που δεν ξέρει πού να κατευθυνθεί, τον εργαζόμενο που δεν έχει άλλη επιλογή πέρα από το αυτοκίνητο. Όταν η πόλη δυσκολεύει αντί να εξυπηρετεί, η προσβασιμότητα παύει να είναι τεχνικός όρος και γίνεται μέτρο ισότητας.
Το πάνελ με τίτλο «Από την Πολιτική στην Πράξη: Καινοτόμες Προσεγγίσεις για Συμπεριληπτική Κινητικότητα» συγκέντρωσε τέσσερις διαφορετικές οπτικές: το κράτος, την τεχνική και αρχιτεκτονική σκοπιά, την τεχνολογική καινοτομία και την ακαδημαϊκή έρευνα. Συμμετείχαν ο Αριστοτέλης Σάββας, Εκτελεστικός Μηχανικός από το Τμήμα Δημοσίων Έργων, η Έλενα Χριστοδούλου Λιασίδου, Αρχιτέκτονας και Ταμίας του ΕΤΕΚ, η Καθηγήτρια Μαρία Καμαργιάννη, Καθηγήτρια Καινοτομίας και Βιωσιμότητας των Μεταφορικών Συστημάτων του UCL, και ο Δρ. Παναγιώτης Παπαϊωάννου, ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ και συγκοινωνιολόγος.
Ο Δρ. Παπαϊωάννου παρουσίασε στοιχεία που δείχνουν ότι περίπου ένας στους τέσσερις κατοίκους της Κύπρου επηρεάζεται από την έλλειψη προσβασιμότητας. Δεν αφορά μόνο άτομα με αναπηρία, αλλά και ηλικιωμένους, γονείς, άτομα με αισθητηριακές δυσκολίες, πολίτες χαμηλού εισοδήματος και επισκέπτες. Υπενθύμισε ότι η συμπεριληπτική κινητικότητα στηρίζεται σε πέντε παραμέτρους: διαθεσιμότητα, προσβασιμότητα, αποδοχή, οικονομική ανεκτότητα και προσαρμοστικότητα. Ωστόσο, όπως σημείωσε, η εφαρμογή τους συχνά μπλοκάρει από γραφειοκρατία και έλλειψη συντονισμού ανάμεσα σε φορείς, υπουργεία και τοπική αυτοδιοίκηση.
Η Καθηγήτρια Μαρία Καμαργιάννη παρουσίασε ευρωπαϊκά έργα που εφαρμόζονται ήδη πιλοτικά στην Κύπρο, με στόχο τη μετακίνηση εφήβων - και εφήβων με αναπηρίες. Το σύστημα βασίζεται σε shared mobility και εφαρμογή που ενημερώνει οδηγούς και γονείς για τις ανάγκες κάθε παιδιού. Με την παρουσίασή της αναδείχθηκε ότι η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει τη χώρα να καλύψει γρήγορα το χαμένο έδαφος, χωρίς πολυετείς καθυστερήσεις.
Η Έλενα Χριστοδούλου Λιασίδου εστίασε στον αστικό χώρο και στην ανάγκη εφαρμογής της νομοθεσίας. Υπογράμμισε ότι η προσβασιμότητα είναι δικαίωμα και όχι προαιρετική επιλογή, ενώ ανέδειξε μια συχνά παραγνωρισμένη παράμετρο: τη ζέστη. «Με 45 βαθμούς, κανένα πεζοδρόμιο δεν είναι πραγματικά προσβάσιμο χωρίς σκιά, πράσινο και σημεία ανάπαυσης». Σύνδεσε το ζήτημα με την πόλη των 15 λεπτών και την ανάγκη οι υπηρεσίες να βρίσκονται κοντά στους πολίτες, ώστε η καθημερινότητα να μην απαιτεί αυτοκίνητο.
Ο Αριστοτέλης Σάββας αναφέρθηκε στην πολιτική βούληση και στα έργα που προχωρούν, όπως όπως η εγκατάσταση δυναμικών πληροφοριακών συστημάτων και ηχητικές ανακοινώσεις στις στάσεις λεωφορείων. Παραδέχθηκε όμως ότι ο άναρχος πολεοδομικός σχεδιασμός, οι αποσπασματικές παρεμβάσεις δυσκολεύουν την εφαρμογή. Τόνισε την ανάγκη ενιαίου σχεδιασμού και συντονισμού, ώστε οι παρεμβάσεις να έχουν συνέχεια και αποτέλεσμα.
Στο τέλος της συζήτησης μίλησε ο Julio Tironi, Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής της Cyprus Public Transport. Τόνισε ότι η εκδήλωση δεν έγινε για να παρουσιαστούν επιτυχίες, αλλά για να αναγνωριστούν οι δυσκολίες. Υπογράμμισε ότι η προσβασιμότητα δεν μπορεί να λυθεί από έναν οργανισμό και απαιτεί συνεργασία όλων. Παραδέχθηκε ότι ακόμη και όταν υπάρχουν τεχνικές λύσεις, η εφαρμογή τους είναι σύνθετη και αναφέρθηκε στην ανάγκη εκπαίδευσης οδηγών και βελτίωσης της επιβατικής εμπειρίας. «Ο δημόσιος μεταφορέας σημαίνει περισσότερη ασφάλεια και περισσότερη ελευθερία για όλους», σημείωσε.
Στις συζητήσεις της χθεσινής ημερίδας, καταγράφηκαν επίσης παρεμβάσεις από το κοινό, ανάμεσά τους ο Δημήτρης Λαμπριανίδης εκ μέρους των Οργανώσεων Παραπληγικών Κύπρου, καθώς και ο Αλέξης Δημητρίου, Πρεσβευτής Οδικής Ασφάλειας. Και οι δύο μετέφεραν εμπειρίες από την καθημερινότητα όσων καλούνται να κινηθούν σε πόλεις που δεν είναι σχεδιασμένες για όλους. Μίλησαν για πραγματικές δυσκολίες, από τις απλές διαδρομές μέχρι την πρόσβαση στα μέσα μεταφοράς, επισημαίνοντας ότι το ζήτημα δεν περιορίζεται στις υποδομές, αλλά αγγίζει και τη συμπεριφορά, την κουλτούρα και τη στάση της κοινωνίας απέναντι στη διαφορετικότητα.
Το συμπέρασμα της συζήτησης ήταν ότι η συμπεριληπτική κινητικότητα δεν αποτελεί θεωρητική επιδίωξη, αλλά ανάγκη. Οι συμμετέχοντες συμφώνησαν ότι η πρόοδος περνά μέσα από συνεργασία, εφαρμογή της νομοθεσίας, κατάρτιση προσωπικού, κοινό σχεδιασμό και συνέπεια. Τονίστηκε επίσης ότι η Κύπρος, λόγω μεγέθους, έχει τη δυνατότητα να κινηθεί πιο γρήγορα, εφόσον υιοθετηθούν πρακτικές λύσεις και συνεχιστεί ο διάλογος με τους πολίτες.






