Σε μία κίνηση με ισχυρό πολιτικό και οικονομικό αποτύπωμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε σήμερα (20/6) την επιβολή περιορισμών στη συμμετοχή κινεζικών εταιρειών σε δημόσιους διαγωνισμούς για ιατροτεχνολογικά προϊόντα στην ΕΕ, όταν η αξία της σύμβασης υπερβαίνει τα 5 εκατομμύρια ευρώ. Το μέτρο, που υιοθετήθηκε στο πλαίσιο του Μηχανισμού Διεθνών Δημοσίων Συμβάσεων (IPI), προβλέπει επίσης ότι τα προϊόντα που προμηθεύονται οι ευρωπαϊκές αρχές δεν μπορούν να περιλαμβάνουν άνω του 50% κινεζικών εισροών (inputs).
Το μέτρο αφορά ένα ευρύ φάσμα προμηθειών υγειονομικού υλικού, από μάσκες και επιδέσμους έως μηχανήματα και ρομπότ, τα οποία αντιπροσωπεύουν μια αγορά αξίας 150 δισεκατομμυρίων ευρώ στην ΕΕ.
«Στόχος μας είναι με αυτά τα μέτρα να διασφαλίσουμε ισότιμους όρους ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις της ΕΕ. Παραμένουμε δεσμευμένοι στον διάλογο με την Κίνα για την επίλυση των θεμάτων αυτών.» δήλωσε ο Μάρος Σέφτσοβις, Επίτροπος για το Εμπόριο, την Οικονομική Ασφάλεια, τις Διαθεσμικές Σχέσεις και τη Διαφάνεια.
Σημειώνεται ότι η αντιπαράθεση μεταξύ των Βρυξελλών και του Πεκίνου έχει ενταθεί τα τελευταία τρία χρόνια σε διάφορους οικονομικούς τομείς: ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ηλιακοί συλλέκτες και ανεμογεννήτριες, ενώ η σημερινή απόφαση ελήφθη εν μέσω εμπορικών εντάσεων και με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές προϊόντων σχεδόν από όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ με την οποία ωστόσο οι ΗΠΑ βρίσκονται σε διαπραγμάτευση με την ελπίδα να βρεθεί συμβιβαστική λύση έως τις 9 Ιουλίου.
Αντίμετρο σε χρόνια κινεζική πρακτική αποκλεισμού
Σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής για το 2025, το 87% των δημοσίων συμβάσεων για ιατροτεχνολογικά προϊόντα στην Κίνα υπόκειται σε ρυθμίσεις και πρακτικές που αποκλείουν ή αποθαρρύνουν τη συμμετοχή ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και προϊόντων. Αντίθετα, η ευρωπαϊκή αγορά δημόσιων προμηθειών παραμένει μία από τις πιο ανοιχτές διεθνώς, με τις κινεζικές εξαγωγές στον τομέα να έχουν υπερδιπλασιαστεί την περίοδο 2015–2023.
Η Επιτροπή έχει κατ’ επανάληψη επιχειρήσει να επιλύσει το ζήτημα μέσω διπλωματικών διαύλων, χωρίς ωστόσο να υπάρξει συγκεκριμένη και δεσμευτική απάντηση από την κινεζική πλευρά. Η απόφαση των Βρυξελλών αποτελεί, ουσιαστικά, μονομερές αντίμετρο με σκοπό να πιέσει το Πεκίνο να προχωρήσει σε άρση των διακρίσεων και να εξασφαλίσει ισοδύναμη πρόσβαση για τις επιχειρήσεις της ΕΕ.