Του Στέλιου Πλατή
Η Κύπρος του 2025 ζει μια πρωτόγνωρη αντίφαση. Οι οίκοι αξιολόγησης αναβαθμίζουν προοπτικές, η κυβέρνηση προβάλλει πλεονάσματα, το χρέος μειώνεται, αλλά στην καθημερινότητα των πολλών η πίεση είναι διάχυτη. Και αυτό δεν είναι απλώς αίσθηση. Σχεδόν 1 στους 5 δηλώνει «υποκειμενικά φτωχός» (18,9% το 2024). Δηλαδή δυσκολεύεται να καλύψει βασικές ανάγκες. Και το χειρότερο, η φτώχεια δεν είναι πια μόνο εκτός εργασίας. Αγγίζει και ανθρώπους που δουλεύουν. Αυτή είναι η κοινωνική πραγματικότητα μιας χώρας τριών ταχυτήτων.
Η «Κύπρος των δεικτών»
Στην πρώτη ταχύτητα είναι όσοι αντέχουν την ακρίβεια. Υψηλόμισθοι σε κλάδους αιχμής ή μεσο/υψηλόμισθοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, άτομα με κεφάλαιο και εφεδρείες. Είναι η Κύπρος των μέσων όρων, όχι των πολλών. Και οι μέσοι όροι σε κοινωνίες με μεγάλες αποκλίσεις είναι συχνά παραπλανητικοί. Άλλο «μέσο διαθέσιμο εισόδημα» και άλλο η επιβίωση στο τέλος του μήνα. Αυτό άλλωστε καταγράφει και η απόκλιση «σχετικής φτώχειας» και «κινδύνου φτώχειας», όπου η Κύπρος κατατάσσεται 4η υψηλότερη στην ΕΕ.
Οι «νέοι φτωχοί» της Κύπρου
Η δεύτερη ταχύτητα είναι η μεγάλη μάζα. Εργαζόμενοι με άγχος μισθού-μήνα, μικρομεσαίοι, αυτοεργοδοτούμενοι, ιδιωτικοί υπάλληλοι μικρών επιχειρήσεων, αλλά και χαμηλόμισθοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Το 2024, οι δαπάνες για στέγαση/νερό/ηλεκτρισμό και άλλα καύσιμα ήταν 17,8% των καταναλωτικών δαπανών, 12,5% για τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά και 12,9% για μεταφορές - συνολικά 43,2% μόνο σε αυτές τις τρεις βασικές κατηγορίες. Το πρόβλημα δεν είναι το ποσοστό από μόνο του. Είναι ο μισθός στον οποίο εφαρμόζεται. Όταν οι ανελαστικές δαπάνες απορροφούν τόσο μεγάλο κομμάτι, η μεσαία τάξη σταματά να αποταμιεύει και ουσιαστικά φτωχοποιείται.
Η αθέατη τρίτη ταχύτητα
Στην τρίτη ταχύτητα είναι οι πραγματικά χαμηλόμισθοι, η μεγάλη μερίδα των συνταξιούχων, οι άνεργοι και ένα αυξανόμενο τμήμα εργαζομένων πλήρους απασχόλησης που απλώς δεν βγαίνει. Το πιο σοκαριστικό καμπανάκι: για τα άτομα 65+ ο κίνδυνος φτώχειας φτάνει το 31,5% (2024) - περίπου 1 στους 3. Και αυτό συνιστά δομική κρίση κοινωνικής προστασίας.
Επιλογές ανισοτήτων
Οι πολίτες δεν ζουν με τους αριθμούς. Ζουν με δυσβάστακτους λογαριασμούς, ενώ καταγράφονται δημοσιονομικά πλεονάσματα - που, φυσικά, δεν προέκυψαν από νοικοκύρεμα. Ο πληθωρισμός απλά αύξησε τις τιμές και μαζί τα δημόσια έσοδα (π.χ. ΦΠΑ). Στην περίπτωσή μας, όμως, χωρίς κοινωνικό αντιστάθμισμα, όπως έκαναν άλλα κράτη μέλη. Έτσι, το «υπερκέρδος» του Δημοσίου ανήλθε στα περίπου €2,5 δισ. Την ίδια στιγμή, πολιτικές όπως η οριζόντια ΑΤΑ, ευνοούν δυσανάλογα τους υψηλόμισθους. Ενδεικτικά, εκτιμάται ότι η ΑΤΑ για τους πλέον υψηλόμισθους το 2028 θα φτάσει τα €650 εκατ. Παράλληλα, το μισθολόγιο της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε από €3,599 δισ. (2023) σε €3,897 δισ. (2024). Άρα δεν είναι θέμα πόρων. Είναι έκδηλα πολιτική επιλογή κατανομής των φόρων από το υστέρημα της κοινωνίας, προς αυτούς που δεν τα χρειάζονται πραγματικά.
Κοινωνική ανθεκτικότητα
Χρειαζόμαστε νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Πολιτικές που μειώνουν το κόστος ζωής στη ρίζα (ενέργεια, στέγη), φορολογικό πλαίσιο που πιάνει πραγματικό πλούτο και τρόπο ζωής, και κοινωνική πολιτική με μετρήσιμα αποτελέσματα. Διότι όταν 18,9% δηλώνει το 2024 υποκειμενικά φτωχό, 31,5% των 65+ είναι σε κίνδυνο φτώχειας και οι ανελαστικές δαπάνες είναι στο πέραν του 43%, τότε η «ισχυρή οικονομία» του μέσου όρου δεν αρκεί. Πρέπει να είναι ισχυρή στην καθημερινότητα όλων. Το δίλημμα είναι ξεκάθαρο: ή αλλάζουμε το κοινωνικό μας μοντέλο και εκδημοκρατίζουμε την οικονομία ή συνεχίζουμε σε μια χώρα τριών ταχυτήτων - κάτι που η ιστορία καταδεικνύει ότι μπορεί να καταστεί επικίνδυνο για τη δημοκρατία και τη σταθερότητα. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι οι δείκτες. Είναι βαθιά πολιτικό. Και είναι αυτό που καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις!
*Διδάκτορος Χρηματοοικονομικών και Μακροοικονομίας του Πανεπιστημίου του Cambridge






