Η πρόσφατη συνέντευξη του Φειδία Παναγιώτου στον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ερσίν Τατάρ άνοιξε εκ νέου τη συζήτηση γύρω από το πώς οι νέοι αντιλαμβάνονται το Κυπριακό και τη σχέση μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Με αφορμή τη δημόσια αντίδραση και τον έντονο διάλογο που ακολούθησε, ο «Π» μίλησε με τον Γιάννη Παπαδάκη, καθηγητή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και μέλος της Δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής για την Εκπαίδευση.
Ο καθηγητής Παπαδάκης αναλύει τις ρίζες της ιστορικής άγνοιας που παρατηρείται στις νεότερες γενιές, επισημαίνοντας ότι δεν ευθύνονται οι ίδιοι οι νέοι, αλλά το πώς έχει διαμορφωθεί η δημόσια ιστορική αφήγηση και η εκπαίδευση στις δύο κοινότητες. Μιλά για την ανάγκη ανανέωσης της πολιτικής κουλτούρας και την αποκατάσταση της σχέσης των πολιτών με την ιστορία, προτείνοντας μάλιστα τολμηρές κινήσεις, όπως τη συχνή παρουσία των ηγετών της κάθε πλευράς στα Μέσα Ενημέρωσης της άλλης κοινότητας.
Θεωρείτε ότι γνωρίζουν αρκετά για την ιστορία της Κύπρου οι νέες και νέοι;
Γενικά από την εμπειρία μου στο πανεπιστήμιο όπου έρχομαι κάθε χρόνο σε επαφή με νέες φοιτήτριες και φοιτητές διακρίνω μια αυξανόμενη τάση αποστασιοποίησης από την πολιτική. Άρα και έλλειψη ενδιαφέροντος για θέματα ιστορίας της Κύπρου και των πολιτικών θεμάτων που άπτονται του Κυπριακού. Πέραν της γενικότερης απαξίωσης της πολιτικής -και σε αυτό δεν μπορούμε να ψέξουμε τα νέα άτομα- το εκπαιδευτικό σύστημα και η διδασκαλία της ιστορίας, όπως έχουν δείξει και πολλές μελέτες καλλιεργεί αξίες περί ανωτερότητας της Δύσης και της Ελλάδας έναντι των άλλων. Φυσικά αυτό εξυπονοεί την κατωτερότητα όλων των άλλων: των μη Δυτικών και μη Ελλήνων. Πιο παλιά τουλάχιστον όταν ερεύνησα το θέμα, αυτή η θέση εκφραζόταν και με όρους ξεκάθαρα ρατσιστικούς, χρησιμοποιώντας για παράδειγμα εκφράσεις όπως «η ελληνική φυλή». Ας το σκεφτούμε όμως και ευρύτερα. Γνωρίζουμε για την ιστορία; Ας θέσουμε λοιπόν το ερώτημα «πότε δημιουργήθηκε η Πράσινη Γραμμή»; Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων θα απαντούσε το 1974, και όχι το 1964, όπως και έγινε.
Οι Τουρκοκύπριοι
Για τους συμπατριώτες και συμπατριώτισσές μας, Τουρκοκύπριους και Τουρκοκύπριες, γνωρίζουν κάτι;
Πολύ καλή η ερώτησή σας γιατί αυτό που διαβλέπω είναι μια δυσκολία να αντιληφθούν καν την έννοια «Τουρκοκύπριος». Εφόσον η ιστορία όπως διδάσκεται παρουσιάζει την Κύπρο ως αποκλειστικά και μόνο ένα ελληνικό νησί, τότε δημιουργείται μια ταύτιση του «Κύπριος» με «Έλληνας της Κύπρου». Με άλλα λόγια η Κύπρος παρουσιάζεται ως να «ανήκει» μόνο στους Έλληνες και οι υπόλοιποι θεωρούνται «υπολείμματα ξένων δυναστών» που δεν έπρεπε καν να βρίσκονται στο νησί. Άρα πώς γίνεται να είναι κάποιοι και «Τούρκοι» και «Κύπριοι»; Σκεφτείτε ότι όταν ακούμε στον δημόσιο λόγο τη λέξη «Κύπριοι», είτε στις ειδήσεις, είτε από πολιτικούς -και αυτό ισχύει και στον γραπτό λόγο, για παράδειγμα όταν αναφέρεται η λέξη «Κύπριοι» στα βιβλία ιστορίας ή εφημερίδες- εννοούμε μόνο τους Ελληνοκύπριους και τις Ελληνοκύπριες. Αυτή η επικρατούσα πρακτική αποκλείει συστηματικά τους Τουρκοκύπριους και τις Τουρκοκύπριες, και πολλούς άλλους, ως αυτοί να μην είναι καν Κύπριοι.
Πώς λειτουργεί η ιστορική μνήμη; Το «Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι»;
Δεν υπάρχει χώρος για Τουρκοκύπριες και Τουρκοκύπριους στο «Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι». Και φυσικά στο «Δεν ξεχνώ και Αγωνίζομαι» δεν υπάρχει χώρος για την περιβόητη έννοια της «ειρηνικής συνύπαρξης» ότι δηλαδή ζούσαμε ειρηνικά μαζί, μια έννοια που ενστερνίζονται οι Ελληνοκύπριοι, ερμηνεύοντας επιλεκτικά την ιστορία. Για να στηριχθεί το αφήγημα της «ειρηνικής συνύπαρξης» πρέπει να διαγραφεί από την ιστορική μνήμη η δεκαετία του 1960 και όλες οι δικοινοτικές συγκρούσεις. Από την άλλη πλευρά, έχουν και οι Τουρκοκύπριοι το δικό τους «Δεν Ξεχνώ» που αναφέρεται κυρίως στην περίοδο 1963-1967. Και ενώ οι Ελληνοκύπριοι ερμηνεύουν επιλεκτικά την ιστορία ως «ειρηνική συνύπαρξη», εξίσου επιλεκτικά οι Τουρκοκύπριοι την ερμηνεύουν ως μια ιστορία αποκλειστικά «βίας και θυματοποίησής» τους, αγνοώντας τόσο περιόδους συνεργασίας όσο και θυματοποίησης των Ελληνοκυπρίων. Ας έρθω όμως στην πλευρά μας. Το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο Peace Education in a Conflict-Affected Society: An Ethnographic Journey που έγραψαν οι Μιχαλήνος Ζεμπύλας, Κωνσταντίνα Χαραλάμπους και Παναγιώτα Χαραλάμπους, το οποίο εκδόθηκε από το Cambridge University Press το 2016 εστιάζει στην προσπάθεια καλλιέργειας «κουλτούρας ειρήνης» στο ελληνοκυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα επί διακυβέρνησης Χριστόφια, και εξηγεί γιατί εν πολλοίς αυτό απέτυχε. Τόσο για νεαρά άτομα όσο και για παιδεία σε αυτά που είπα πριν πρέπει να τονίσω ότι υπεργενικεύω για να καταδείξω τις κυρίαρχες τάσεις. Και νέες και νέοι ενημερωμένες υπάρχουν και φιλότιμοι εκπαιδευτικοί που υιοθετούν πιο ισορροπημένες προσεγγίσεις.
Περί συνύπαρξης
Τι θα προτείνατε;
Σίγουρα μπορούν να γίνουν αρκετά στα εκπαιδευτικά συστήματα και των δύο πλευρών. Αξίζει να επισημάνω ότι επί Αναστασιάδη και Ακιντζί η Δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για την Εκπαίδευση ετοίμασε μια μεγάλη και τεκμηριωμένη έκθεση για προκλήσεις και στα δύο συστήματα παιδείας. Φάνηκε ότι και τα δύο εκπαιδευτικά συστήματα ήταν εθνοκεντρικά και καλλιεργούσαν μονολιθικές στάσεις περί ανωτερότητας του εκάστοτε έθνους, υποτιμούσαν τους άλλους και διέγραφαν τις οδυνηρές τους ιστορικές εμπειρίες. Όταν μιλούμε για «αγνοούμενους» ή «πρόσφυγες» για παράδειγμα, ποτέ δεν συμπεριλαμβάνουμε τους Τουρκοκύπριους. Και ανάλογα στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Αυτή η μελέτη παραδόθηκε και στους δύο ηγέτες το 2017 οι οποίοι απλά την αγνόησαν παρόλο που αυτοί ζήτησαν να γίνει. H έκθεση αυτή είχε και πολλές εισηγήσεις. Θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν.
Να δίνουν συνεντεύξεις οι ηγέτες
Ποιο θα ήταν ένα πρακτικό και άμεσο μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης;
Θα πρότεινα ως μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης κάθε έξi μήνες να είναι υποχρεωμένοι οι ηγέτες να δίνουν συνέντευξη στα ΜΜΕ της άλλης κοινότητας, για να υπόκεινται στη βάσανο του να έχουν να απαντήσουν και στην άλλη πλευρά, αλλά και για να μαθαίνουν αμφότερες οι κοινότητες για τις θέσεις των άλλων και πού ενδεχομένως αυτές να στηρίζονται ή τουλάχιστον για το πώς τις αιτιολογούν.
*Ο καθηγητής Γιάννης Παπαδάκης, έχει δημοσιεύσει ακαδημαϊκά άρθρα και βιβλία για θέματα ταυτότητας, εθνικισμού, βιβλίων ιστορίας, μνήμης και λήθης, αποτελέσματα των ερευνών του στις δύο πλευρές της Κύπρου.