Οι ειδικοί, οι δικοί μας και οι ξένοι, μιλούν από προχθές και επισημαίνουν «φορτικά» το ίδιο ακριβώς πράγμα: η πολύνεκρη σύγκρουση στα Τέμπη δεν μπορεί και δεν πρέπει να απλουστεύεται, όπως δεν πρέπει να αποδίδεται με ευκολία απλά και μόνο σε «λάθος» κάποιου.
Κάπου στη σημερινή έκδοση του «Πολίτη», μία εξ αυτών των ειδικών εξηγεί τη σημασία που έχει αυτή η προσέγγιση, ή ορθότερα η αποφυγή της. Κι αυτό που προέχει, τώρα που το τραγικό αυτό συμβάν έχει τραβήξει αναπόφευκτα την προσοχή της κοινής γνώμης, είναι να μην χάσουμε για άλλη μια φορά την ευκαιρία, να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Δεν είναι εύκολο, αλλά επιβάλλεται.
Δικαιολογημένα κάποιος θα ρωτήσει προς τι η σπουδή δεδομένου ότι στην Κύπρο δεν έχουμε τρένο.
Και ακριβώς αυτό είναι η ιδανικότερη ευκαιρία για να πει κανείς μερικά από αυτά που οι επιστήμονες με τη δική τους, τη βασισμένη στη λογική, τα δεδομένα και τη μεθοδολογία προσέγγιση, λένε ξανά και ξανά ειδικά στο δικό μας ακροατήριο, χωρίς τις πλείστες φορές να εισακούονται. Και χωρίς έτσι να αλλάζουν πολλά.
Η προσέγγιση των ειδικών δεν είναι συνήθως δημοφιλής διότι είναι πολύπλοκη, στεγνή και μακράν του συναισθήματος, απαραίτητο συστατικό για την εξασφάλιση της προσοχής στις μέρες μας στην όποια δημόσια συζήτηση. Όμως, είναι αυτή που χρειαζόμαστε. Η μόνη.
Με βάση λοιπόν αυτή την προσέγγιση, το τρένο είναι σχετικό. Είναι μια από τις πολλές εκδοχές, μια από τις πολλές πιθανότητες αν προτιμάτε, οι οποίες πολλαπλασιάζονται ή και μειώνονται ανάλογα με μια σειρά από παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν και καθορίζουν την ασφάλεια και την υγεία όλων μας, μαζί και των κοινωνιών ολόκληρων.
Όσο πιο πολύ καλλιεργείται αυτό που οι ειδικοί ονομάζουν «θετική κουλτούρα» στην ασφάλεια και την υγεία, τόσο οι πιθανότητες αυτές μειώνονται. Όπως φυσικά ισχύει και το αντίθετο.
Αυτό πασχίζουν να μας πουν εδώ και χρόνια. Αυτό παλεύουν να μας περάσουν ως μήνυμα, όμως προσκρούουν σε μια σειρά από παράγοντες οι οποίοι φυσικά και δεν αλλάζουν, είτε μιλάμε για συγκρούσεις τρένων, που εμείς δεν έχουμε, είτε για οδικές συγκρούσεις, ή για άλλα τέτοια οδυνηρά κεφάλαια που εμείς έχουμε και παραέχουμε. Παντού το ίδιο ισχύει.
Και είναι αλήθεια πως όσο λιγότερο προσέχει μια κοινωνία αυτό το σημείο, όσο λιγότερο περνάει και βρίσκεται στο συλλογικό υποσυνείδητο μιας κοινωνίας αυτός ο παράγοντας, άλλο τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες για την πρόκληση τέτοιων, αλλά και άλλων τραγωδιών.
Το «πάμε και ό,τι βγει…» των Τεμπών θα μπορούσε πολύ δυσκολότερα να ειπωθεί σε μία χώρα από αυτές που συχνά περιφρονούμε, διότι θεωρούμε τους κατοίκους τους τυπολάτρες, επειδή πολύ δυσκολότερα από εμάς αποκλίνουν από τον κανονισμό και το μέτρο το οποίο δεν αποφάσισε -και το ξέρουμε καλά- κάποιος επειδή ξύπνησε μια μέρα ανάποδα, αλλά προέκυψε ως συμπέρασμα ειδικών με κατάρτιση και χρόνια ή και δεκαετίες ερευνών και δοκιμών.
Σ’ αυτές τις κοινωνίες, πολύ δυσκολότερα θα είχαν φορτωθεί τα πάντα σε έναν σταθμάρχη ή για την ακρίβεια, δεν θα του είχαν ποτέ φορτωθεί αφού, ακόμα και με την παραδοχή του λάθους του θα ξεκινούσε ένας καταιγισμός από ερωτήματα και έρευνες: ποιος τον διόρισε, ποια κατάρτηση είχε, τι μπορεί να άλλαξε από την εκπαίδευσή του και από εκεί τα ζητήματα που αφορούσαν την υπόλοιπη ουσία. Το δίκτυο, την κατάστασή του, τους μηχανισμούς αποτροπής του κινδύνου, το επίπεδο της εκπαίδευσης και της πειθαρχίας όσων μπορούσαν να επηρεάσουν κάτι. Οτιδήποτε. Και αμέτρητα άλλα.
Οι ειδικοί, λοιπόν, επιμένουν πεισματικά να μας λένε πως, με το να φορτώνουμε την ευθύνη είτε στον σταθμάρχη, είτε ανάλογα και στον οδηγό ενός αυτοκινήτου ή ενός άλλου οχήματος, με το να προσωποποιούμε τρόπον τινά και να υπεραπλουστεύουμε τα δεδομένα, ειδικά εμείς οι δημοσιογράφοι, αλλά και οι αρμόδιες αρχές, οι οποίες συνήθως αφορμή γυρεύουν για να αποσείσουν την όποια ευθύνη, δεν βοηθάμε. Καθόλου μάλιστα. Κάνουμε ζημιά.
Διότι το πράγμα είναι πολύ πολύπλοκο και αφορά την κουλτούρα όλων μας έναντι της ασφάλειας, του κινδύνου και της υγείας μας. Ο τύπος ο οποίος πέφτει από τη σκαλωσιά και σκοτώνεται , λ.χ., δεν είναι και δεν πρέπει να είναι ένας ηλίθιος ο οποίος δεν φορούσε κράνος.
Σε μια χώρα όπου κανείς δεν φοράει κράνος, η αναζήτηση των ευθυνών δεν σταματάει εκεί, αλλά πηγαίνει στον επιστάτη, την αρχή επιθεώρησης του κράτους, τον νόμο, τον νομοθέτη και πάει λέγοντας. Ηλίθιος, όσο άκομψο κι αν ακούγεται για κάποιον που πέθανε έστω και ειπωμένο υποθετικά, είναι εάν ζει και εργάζεται σε μια χώρα όπου οι άλλοι φορούν κράνη και εκείνος επέλεξε να μην το κάνει.
Η Κύπρος και η Ελλάδα ΔΕΝ είναι δυστυχώς τέτοια κράτη. Είμαστε κοινωνίες στις οποίες λείπει η συλλογική κουλτούρα για την ασφάλεια στον χώρο εργασίας, στον δρόμο, στις δημόσιες συγκοινωνίες, στα μυαλά όλων μας επί της ουσίας. Λείπει ή σε κάποιες περιπτώσεις έχει κάπως αναπτυχθεί απλά δεν είναι στα ευθυγραμμισμένα με την επιστημονική γνώση και τα όσα υπαγορεύει επίπεδα.
Σίγουρα τα τρένα στην Ελλάδα ή το οδικό δίκτυο στην Κύπρο είναι καλύτερα από τα τρένα στην Ινδία ή τους δρόμους στην Αίγυπτο. Όμως, δεν είναι εκεί όπου θα έπρεπε. Αυτό προσπαθούν να μας πουν οι ειδικοί παραπέμποντας σε πρωτόκολλα που, είτε δεν υπάρχουν, είτε απλά δεν τηρούνται, σε ελέγχους επίσης χαλαρούς ή και ανύπαρκτους, σε μια σειρά από δεδομένα, όχι πειραματικά, αλλά δοκιμασμένα αμέτρητες φορές σε χώρες των οποίων οι κοινωνίες έχουν προχωρήσει περισσότερο, είναι πιο πειθαρχημένες και πιο υπεύθυνες τελικά. Τι να γίνει;
Αλλά και εμάς, εάν μας συγκρίνει κανείς με το τι ήμασταν πριν από τριάντα χρόνια ή πενήντα, η διαφορά θα μας φανεί εντυπωσιακή. Δεν είναι όμως τέτοια εάν προσέξει κανείς πως αλλαγές οι οποίες σε πιο προηγμένα κράτη συντελούνται σε 2-3 χρόνια εδώ χρειάζεται μια δεκαετία ή και δεκαετίες για να αφομοιωθούν και να γίνουν μέρος της καθημερινότητας όλων και της νοοτροπίας μας.
Κι αυτό είναι κάτι που επιμένουν να λένε οι ειδικοί.
Το να ηρωοποιείται π.χ. ένας 18χρονος ο οποίος σκοτώθηκε κάνοντας σούζες ή ένας 16χρονος ο οποίος πήρε το αυτοκίνητο του πατέρα του με δύο φίλους τους επειδή είναι παιδιά και το να προκαλείται κύμα λαϊκής συμπάθειας, αντί όλοι να εστιάζουν στην ουσία και στην ανάγκη να σωθούν τουλάχιστον τα παιδιά των επομένων, είναι μέρος αυτής της προβληματικής νοοτροπίας η οποία εκτείνεται κοινωνικά και επηρεάζει, τόσο τον προσωπικό όσο και τον συλλογικό βίο.
Όλα αυτά δεν θα συνέβαιναν σε μια χώρα καλύτερη από τη δική μας ή από ην Ελλάδα. Σήμερα. Πριν από 60 χρόνια, κάλλιστα συνέβαιναν. Γιατί σήμερα οι χώρες αυτές, ακούγοντας ακριβώς τους ειδικούς και παραμερίζοντας το συναίσθημα και την αίσθηση ότι όλοι μπορούν τα πάντα ή ότι ο καθένας έχει «άγιο» και «τύχη» και δεν θα το πάθει, έχουν καλύψει μια πολύ μεγαλύτερη απόσταση την οποία θα μπορούσαμε να είχαμε καλύψει και εμείς εάν είχαμε ακούσει και εάν είχαμε αποφασίσει να διορθώσουμε πράγματα και καταστάσεις, αρχίζοντας πάντα από την αντίληψη και τη νοοτροπία του καθενός.
Επιτέλους, λοιπόν, ας δεχθούμε ότι δεν ξέρουμε γιατί δεν μπορούμε να το ξέρουμε εάν δεν έχουμε εξειδικευμένη γνώση και ας ακούσουμε. Προσεκτικά και πειθαρχημένα.