Ο κρατικός προϋπολογισμός του 2026 αποτελείται στη συντριπτική του πλειοψηφία από τα 3,8 δισ. ευρώ σε μισθούς, τα 4,2 δισ. ευρώ σε κοινωνικές μεταβιβάσεις (συντάξεις και επιδόματα) τα 1,6 δισ. ευρώ σε λειτουργικά έξοδα, αλλά και τα 2,7 δισ. ευρώ σε αποπληρωμές σε τόκους και δάνεια. Όλα αυτά συμψηφούνται σε 12,3 δισ. ευρώ, όταν οι συνολικές δαπάνες υπολογίζονται να ανέλθουν στα 13,7 δισ. ευρώ και αφήνουν περίπου ένα δισ, ευρώ για κατασκευαστικά έργα, τα περισσότερα από τα οποία είναι δρομολογημένα εδώ και αρκετά χρόνια. Με άλλα λόγια, ενώ η κυβέρνηση μπαίνει στο τρίτο έτος διακυβέρνησης, ο χώρος για να αφήσει το στίγμα της είναι ασφυκτικός, αν όχι και τραγικά μάταιος. Αυτό που ωστόσο μετρά, δεν είναι το τι λες στον προϋπολογισμό αλλά τι υλοποιείς, σε ποιο βαθμό το υλοποιείς, αλλά και το κόστος της μη υλοποίησης έργων.
Ο προϋπολογισμός του κράτους θα είναι για ακόμη μια φορά πλεονασματικός, τουλάχιστον ως πριν τις αποπληρωμές των δανείων. Με αυτές οι δαπάνες φτάνουν τα 13,7 δισ. ευρώ και τα έσοδα υπολογίζονται στα 12,7 δισ. ευρώ. Είναι αυτό επιτυχία του υπουργού Οικονομικών Μάκη Κεραυνού ή μήπως το αυστηρό ευρωπαϊκό πλαίσιο και τα φουσκωμένα έσοδα από ΦΠΑ και ξένες επιχειρήσεις, αλλά και η μη υλοποίηση έργων, καθιστούν τον προϋπολογισμό πλεονασματικό, αρκεί να υπάρχει μια σχετική ανάπτυξη του ΑΕΠ; Μάλλον συντρέχουν και τα δύο. Και η κυβέρνηση δεν το «τερματίζει» με τις δαπάνες, αλλά και το οικονομικό περιβάλλον είναι τέτοιο που παράγει πλεονάσματα.
Πλεονάσματα που σε μεγάλο βαθμό οφείλονται, όχι στην αύξηση της κατανάλωσης από τις σχεδόν 50 χιλιάδες επιπλέον εργαζόμενους που εγκαταστάθηκαν στο νησί τα τελευταία χρόνια και όχι τόσο στην αύξηση της κατανάλωσης όσων ήταν ήδη εδώ. Με άλλα λόγια, αν για κάποιον λόγο φύγουν μαζικά ξένες εταιρείες στο μέγεθος που γράφτηκε στο «Π» για την BrainRocket, θα βρεθούμε με ελλείμματα. Την ίδια ώρα, ωστόσο, θα πρέπει να δούμε και πού πάνε τα λεφτά με τις αναπτυξιακές δαπάνες και να αναρωτηθούμε πόσο «αναπτυξιακές» είναι αυτές. Πραγματικά, τι προστιθέμενη αξία έχουν για την οικονομία το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λευκωσίας και το κτήριο για τον κρατικό χειμώνα, αλλά και η κατασκευή αυτοκινητόδρομων που είναι και τα πιο εμβληματικά έργα σε εξέλιξη;
Ακόμη πιο τρομακτική είναι ωστόσο η πρόνοια για τα έργα που έχουν βαλτώσει και πλέον αντιμετωπίζονται ως δημοσιονομικό ρίσκο. Πόσος είναι πραγματικά ο δημοσιονομικός χώρος, αν η «τρύπα στο Βασιλικό» φτάσει τα 400 εκατ. ευρώ, όπως έγραφε ο «Π», στο πρωτοσέλιδό του την Παρασκευή; Αυτά χωρίς να υπολογίζεται η ζημιά στην οικονομία από το γεγονός ότι η ηλεκτροδότηση στηρίζεται (και μάλλον για αρκετά χρόνια) στο μαζούτ! Γιατί είναι ένα πράγμα να πληρώνουν οι καταναλωτές υψηλούς λογαριασμούς γιατί έγιναν επενδύσεις σε πράσινη ενέργεια όπως στη Δανία, και εντελώς διαφορετικό γιατί δεν έγιναν τα έργα, όπως στην περίπτωση της Κύπρου!
Η ίδια κριτική αξιολόγησης θα πρέπει να γίνει και για τα λειτουργικά έξοδα του κράτους αλλά και τους μισθούς. Αξίζουν το κόστος ή μήπως η ανταπόδοση για το τι πληρώνει ο φορολογούμενος πολίτης δεν αξίζει τα 5,4 δισ. ευρώ που πληρώνει; Αν δηλαδή ο πολίτης πρέπει να πληρώσει ξανά για υπηρεσίες στην εκπαίδευση, π.χ. φροντιστήρια, ενώ ήδη πληρώνει για αυτές με τους φόρους του ή αν το αίσθημα ασφάλειας του έχει αυξηθεί από τη βίαιη καταστολή μιας μάλλον ειρηνικής φιλοπαλαιστινιακής διαδήλωσης; Με άλλα λόγια, πιάνουν τόπο τα λεφτά στον προϋπολογισμό ή πάνε « στον γάμο του Καραγκιόζη» και θα το καταλάβουμε όταν τα πράγματα δυσκολέψουν (γιατί κάποτε θα ξανασυμβεί και αυτό); Εδώ είναι που θα κρίνονται οι κυβερνήσεις και όχι μόνο από τα νούμερα που φέρνουν, τα οποία αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση στην οικονομία για την οποία πολύ λίγο έλεγχο έχουν οι ίδιες.