Res ipsa loquitur: Οι βουλευτικές εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία

ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΑΤΤΟΣ

Header Image
Ο ΔΗΣΥ κατάφερε να περιορίσει τις απώλειές του σχετικά μέσα από την πολυτασική πολιτική του κουλτούρα.

 

Του Σωτήρη Κάττου

Τα εκλογικά αποτελέσματα συνιστούν κοινωνιολογικά ένα πολιτικονομικό προϊόν. Αποτελούν πολιτικό παράγωγο αποτύπωσης των σχέσεων ισχύος στην κοινωνία στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Το ερώτημα που προκύπτει ipso facto περιστρέφεται γύρω από την ιχνηλάτηση των συντελεστών της παραγωγής του εκλογικού αποτελέσματος. Για διευκόλυνση της ανάλυσης παραθέτω εν συντομία κάποια χρήσιμα εκλογικά αριθμητικά δεδομένα. Από το 2011 μέχρι το 2021 καταγράφεται μια συνεχής συρρίκνωση της πολιτικής ηγεμονίας των δύο μεγάλων κομμάτων ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, για διαφορετικούς θα έλεγα λόγους. Ο ΔΗΣΥ το 2011 έλαβε 138.682 ψήφους [34,28%], το 2016 107.825 [30,69%] και το 2021 99.330 [27,27%]. Αντίστοιχα το ΑΚΕΛ έλαβε 132.171 [32,67%], 90.204 [25,67%] και 79.910 [22,3%]. Η αποχή κυμάνθηκε αντίστοιχα στο 21,3%, στο 33,26% και στο 34,28%. Σε μια δεκαετία ο ΔΗΣΥ έχασε 40.000 περίπου ψήφους ή ποσοστιαία 27,7% / 34,28% = 81,19% περίπου της εκλογικής του δύναμης, ενώ το ΑΚΕΛ την ίδια περίοδο απώλεσε 53.000 ή 22,3% / 32,67% = 68,32% περίπου της εκλογικής του δύναμης. Η χρησιμότητα των δεδομένων αυτών είναι σε συνάρτηση της ενσωμάτωσής τους σε ένα αναλυτικό κοινωνιολογικό πλαίσιο. Καθότι μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο διευκολύνεται η ανάδειξη σημαντικών σημείων αναφοράς τα οποία εν δυνάμει χαρτογραφούν την πολιτική δυναμική και αποτυπώνουν με σχετική βεβαιότητα τον ιστορικό χαρακτήρα της δεδομένης συγκυρίας. Κατά πόσον δηλαδή συνιστούν οργανικά στοιχεία του ιστορικού σχηματισμού ή όχι.
Κατά την άποψή μου το αναλυτικό πλαίσιο οροθετείται από τρεις αλληλεξαρτώμενες δυνάμεις: 1) τη δημογραφία, 2) την Ιστορία και 3)τη θεσμική ανισότητα ή το σύστημα κοινωνικής διαστρωμάτωσης.

Η διαλεκτική τους δυναμική καθορίζει συμπεριφορές, στάσεις, τάσεις και εν γένει τη διαμόρφωση και άρθρωση συλλογικών συμφερόντων και πολιτικών αφηγημάτων.
Σε ό,τι αφορά τη δημογραφία, το 80% περίπου του ελληνοκυπριακού πληθυσμού ή ήταν αγέννητο ή 14 χρονών το 1974. Επομένως η δυναμική της δημογραφίας όχι μόνο διαφοροποιεί την ιστορική μνήμη αλλά την επαναπροσδιορίζει επίσης ως προς την πολιτική, την οικονομική και γενικότερα την κοινωνιολογική ερμηνεία της ιστορικότητας του 1974. Αναπόφευκτα τα γεγονότα του 1974 ενίσχυσαν τους μηχανισμούς διαφύλαξης και θεσμικής ανάδειξης της εθνικής ταυτότητας ως μηχανισμού προστασίας της ιστορικής μνήμης ως προς την αναγκαιότητα της επαναδιεκδίκησης της εθνικής απώλειας του 1974. Ως εκ τούτου το κυρίαρχο πολιτικό αφήγημα της κυπριακής πολιτείας και κοινωνίας όχι μόνο διατήρησε τον εθνοκεντρικό του χαρακτήρα αλλά τον ενίσχυσε περαιτέρω μέσα από την εκπαιδευτική πολιτική. Το κυρίαρχο ηγεμονικό αφήγημα της ΕΟΚΑ ενισχύεται ακόμη περισσότερο και σε συνδυασμό με την επιλεκτική καταγραφή της Ιστορίας και τη δημογραφική διαφοροποίηση της ιστορικής μνήμης αναδύονται νεοεθνικιστικές δυναμικές, ενώ το κόμμα της θεσμικής Αριστεράς αποκαθηλώνει τον υπουργό Παιδείας Ανδρέα Δημητρίου επί κυβερνήσεως Χριστόφια καθ’ υπόδειξιν της Εκκλησίας. Τον θεωρούσε επικίνδυνο και ιδεολογικό της αντίπαλο. Συνεπώς η εξασφάλιση της ερμηνευτικής αξιοπιστίας για τη δυναμική των σχέσεων ισχύος προϋποθέτει την ιστορική πλαισιοποίηση του κοινωνικοπολιτισμικού πεδίου στο νησί. Όπως αναφέρουν οι Kincheloe and McLaren (2002) η ιδέα της ηγεμονικής ιδεολογίας αποτελεί κριτική επιστημολογική παράμετρο.

Η θεσμική Αριστερά απέτυχε να κατανοήσει κοινωνιολογικά και ιστορικά την πολιτισμική δυναμική και τις πολιτικές της εθνικής ταυτότητας στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Στις αναλύσεις της πρυτάνευσε και κυριάρχησε το στοιχείο της συστημικότητας ως ο εγγυητικός μηχανισμός της πολιτικής της αναπαραγωγής, παραγνωρίζοντας όμως την κοινωνιολογική διαχρονικότητα του ιστορικού πλαισίου από το 1964 και μετά. Μια περίοδος που σηματοδοτεί το ιδεολόγημα του δεύτερου μικρότερου ελληνικού κράτους. Η ηγεμονία της ελληνοποίησης εξήλθε αλώβητη πολιτικά τόσο στην περίοδο της προεδρίας Βασιλείου του 1988-93 όσο και στην προεδρία Χριστόφια 2008-13. Και οι δύο πενταετίες δεν κατάφεραν να αναπτύξουν και να αναδείξουν ένα εναλλακτικό και αξιόπιστο ηγεμονικό αφήγημα. Τουναντίον, η προεδρία Χριστόφια σηματοδοτεί την απαρχή του ενταφιασμού της πολιτικής επιρροής του ΑΚΕΛ στα πολιτικά δρώμενα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η επίλυση του εθνικού θέματος συνιστούσε ακόμη ένα ισχυρό ιδεολόγημα ή ακόμη για αρκετούς το κυρίαρχο ζήτημα στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Το 2004 το ΑΚΕΛ συνταυτίστηκε με το πλειοψηφικό «όχι» στο σχέδιο Ανάν [δεν αξιολογώ το σχέδιο] χωρίς να εκτιμά με ιστορική και πολιτική επάρκεια ότι η μόνη αντίρροπη δύναμη προς την ηγεμονία της ελληνοποίησης ήταν η λύση του κυπριακού προβλήματος και κατ' επέκταση η αποδόμηση του αφηγήματος της ελληνοποίησης. Πέραν τούτου, μέσα από την πολιτική του συμπεριφορά (π.χ. μνημόνια) το ιδεολογικό του αφήγημα περί επανένωσης και ειρηνικής συμβίωσης μεταξύ των δύο κοινοτήτων αποδυναμώθηκε, αν όχι αυτοακυρώθηκε από τη δημογραφική δυναμική και το διαχρονικό εθνοκεντρικό αφήγημα της κυπριακής πολιτείας. Έτσι το ΑΚΕΛ, η θεσμική Αριστερά, αποδυναμώθηκε περαιτέρω.

Ο ΔΗΣΥ κατάφερε να περιορίσει τις απώλειές του σχετικά μέσα από την πολυτασική πολιτική του κουλτούρα. Μια πολιτική κουλτούρα που λειτούργησε περιεκτικά καθότι εκινείτο στα όρια της περιστασιακής πολιτικής ηθικής, μεταξύ σφύρας και άκμονος, ήτοι αντιμάχεται από τη μια τη νεοεθνικιστική του φράξια και από την άλλη με την κοσμοπολίτικη νεοφιλελεύθερη οικονομική του ελίτ και ακροβατώντας σε τεντωμένο σχοινί για να διαφυλάξει τη συνεχώς συρρικνούμενη κληριδική πολιτική κληρονομιά. Κατάφερε έτσι να περιορίσει τις απώλειές του ως προς την πολιτική και κοινωνική του επιρροή.

Κι έρχομαι τώρα στο σύστημα κοινωνικής διαστρωμάτωσης, δηλαδή το σύστημα της θεσμικής κοινωνικής ανισότητας που εκφράζει την ισχυρότερη κοινωνική κανονικότητα στην ελληνοκυπριακή κοινωνία. Αποτελεί επίσης την κυρίαρχη συνθήκη για να εξηγήσει και να ερμηνεύσει κανείς τους συσχετισμούς ισχύος στην κοινωνία. Κοινωνιολογικά συστήματα κοινωνικής διαστρωμάτωσης αντέχουν στον χρόνο, σκληραίνουν με την παρέλευση του χρόνου και ρυθμίζουν τη σταθερότητα, την τάξη και τη σύγκρουση. Ρυθμίζει δηλαδή τα καθημερινά μας βιώματα. Αυτά πλέον δεν είναι συγκυριακά, έχουν καταστεί οργανικά. Κι εδώ το ΑΚΕΛ παρουσιάζεται με θεσμική αναλυτική ανικανότητα.
Από το 1995 ώς το 2000 το κατά κεφαλήν εισόδημα παραμένει αμετάβλητο γύρω στις 15.000 αμερικανικά δολάρια. Το 2003 ανέβηκε στις 20.252 δολ., μια αύξηση κατά 26%, ενώ το 2004, τη χρονιά του δημοψηφίσματος, ανήλθε στις 23.793 δολ., μια αύξηση της τάξης του 17,4%. Σωρευτικά από το 2000-2004 αποτυπώνεται μια αύξηση κοντά στο 35%, σε τέσσερα μόνο χρόνια. Το 2004 κλήθηκε η ελληνική κοινότητα να αποφανθεί επί του σχεδίου Ανάν, εν μέσω μιας νέας οργανικής κανονικότητας επιβεβαιώνοντας το μαρξιστικό κοινωνιολογικό αξίωμα ότι η βούληση της οικονομίας καθορίζει πολιτικές διαδικασίες και πρακτικές. Συνεπικουρούμενη από τη πολιτική ηγεμονία της ελληνοποίησης, συγκροτούσαν τις κυρίαρχες δυνάμεις ως προς τον μελλοντικό πολιτικό προσανατολισμό του νησιού. Το 2008 το κατά κεφαλήν εισόδημα ανέβηκε στις 35.397 δολ.
Αυτές οι δύο οργανικές παράμετροι έχουν προσδώσει πολιτική και ιστορική δυναμική στο ΕΛΑΜ. Το 2011 εξασφάλισε 4.354 ψήφους [1,08%], το 2016 13.041 [3,7%] και εισήλθε στη Βουλή, ενώ το 2021 εξασφαλίζει 24.255 ψήφους [6,78%] και καθίσταται το 4ο κοινοβουλευτικό κόμμα. Στον βαθμό που το ΕΛΑΜ μέσα από την πολιτική του πρακτική αποκόψει τον ομφάλιο λώρο με τη Χρυσή Αυγή και αποποιηθεί διακηρυκτικά την οποιαδήποτε μελλοντική διασύνδεσή του με φασιστικές παρατάξεις ή μέτωπα, θα αποτελέσει την κυριότερη απειλή ως προς την πολιτική ηγεμονία του ΔΗΣΥ απέναντι στην εθνικόφρονα παράταξη.
Με δεδομένο το κυρίαρχο εθνοκεντρικό αφήγημα της κυπριακής πολιτείας και τη σχεδόν πλήρη αποτελμάτωση του κυπριακού προβλήματος, το ΕΛΑΜ, σε αντίθεση με άλλους περιστασιακούς πολιτικούς μηχανισμούς, παρουσιάζεται ως μια αναδυόμενη ηγεμονική πολιτική δύναμη. Μια δυναμική που είναι απολύτως εφικτή, με ό,τι ιστορικά αυτό συνεπάγεται.

*Senior Fellow του Κυπριακού Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων

ΠΗΓΗ:
Kincheloe, J. and McLaren, P. (2002). Rethinking Critical Theory and
Qualitative Research In Y. Zou and E. Trueba (Ed.), Ethnography and Schools: Qualitative Approaches to the Study of Education (pp. 87-138). Amazon

ΤΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

Λογότυπο Altamira

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων

Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.

Διαβάστε περισσότερα

Κάντε εγγραφή στο newsletter του «Π»

Εγγραφείτε στο Newsletter της εφημερίδας για να λαμβάνετε καθημερινά τις σημαντικότερες ειδήσεις στο email σας.

Ακολουθήστε μας στα social media

App StoreGoogle Play