Υπό κανονικές συνθήκες η εφαρμογή στην Κύπρο ενός καθολικού συστήματος παροχής υγείας δεν θα έπρεπε να ήταν καν θέμα συζήτησης, αλλά μια αυτονόητη υποχρέωση της Δημοκρατίας απέναντι στους πολίτες. Το να παρέχει το κράτος δωρεάν περίθαλψη σε ένα μόνο κομμάτι του πληθυσμού -το πιο ευάλωτο κατά τεκμήριο με εισόδημα κάτω από το όριο του αφορολόγητου- δεν αποτελεί επιλογή κοινωνικής δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και αναδιανομής εισοδήματος. Μένει εκτός ένα τεράστιο κομμάτι του πληθυσμού, η μεγάλη μάζα της μεσαίας τάξης και της μισθωτής εργασίας που ναι μεν αμείβεται καλύτερα και πληρώνει φόρο εισοδήματος, αλλά δεν έχει παροχές υγείας!
Διεθνώς τα συστήματα υγείας έχουν ως βασικό στόχο να διασφαλίσουν σε όλο τον πληθυσμό πρόσβαση ακόμη και σε πανάκριβες θεραπείες χωρίς εξαιρέσεις και αστερίσκους. Πληρώνουμε όλοι από λίγο και σύμφωνα με τις δυνατότητές μας για να έχουμε ένα σύστημα ικανό να μας φροντίζει σε μια δύσκολη στιγμή. Ο πωλητής με απολαβές 1.000 ευρώ και ο μεγαλοδικηγόρος με απολαβές 10.000 έχουν πρόσβαση στο ίδιο σύστημα. Οι εισφορές, λοιπόν, για το ΓεΣΥ δεν είναι φορολογία, αλλά ένα συλλογικό σύστημα επιμερισμού του κόστους της υγείας.
Κοιτάξτε γύρω σας και θα δείτε περιπτώσεις αξιοπρεπών ανθρώπων και με εισοδήματα πάνω από τον μέσο όρο που ταλαιπωρούνται επειδή έχουν παρουσιάσει ένα σοβαρό πρόβλημα. Και η ταλαιπωρία δεν είναι μόνο ψυχολογική, αλλά και οικονομική γιατί θα πρέπει να παρακαλάνε τις κρατικές υπηρεσίες για να τους καλύψουν το κόστος της θεραπείας.
Η βασική αρετή ενός συστήματος υγείας είναι ότι εξαλείφει την ανασφάλεια για τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού που δεν θα έχει ποτέ τα χρήματα για να καλύψει μια σοβαρή ασθένεια.
Ως προς τη δομή και τον τρόπο λειτουργίας ενός Γενικού Σχεδίου Υγείας υπάρχει πληθώρα μοντέλων που εφαρμόζονται σε όλο τον κόσμο και το μοντέλο που έχει επιλεγεί στην Κύπρο μπορεί να δουλέψει γιατί είναι σχετικά απλό.
Τώρα, τι γίνεται με τις υφιστάμενες δομές που έχει δημιουργήσει ο ιδιωτικός τομέας για να καλύψει -μερικώς- την απουσία ενός καθολικού συστήματος παροχής υγείας; Η εμπειρία από το εξωτερικό δείχνει ότι ο ιδιωτικός τομέας όχι μόνο δεν έχει χαθεί, αλλά μπορεί να καλύψει ανάγκες που δεν καλύπτει ένα δημόσιο σύστημα υγείας. Στην πράξη το κυπριακό ΓεΣΥ παρέχει ένα μίνιμουμ παροχών. Πάνω σε αυτό το βασικό πακέτο (για παράδειγμα προσφέρει μόνο γενόσημα φάρμακα) ο ιδιωτικός τομέα μπορεί να προσφέρει συμπληρωματικές παροχές, όπως μια δεύτερη ιατρική γνώμη, αποζημίωση παραμονής σε νοσοκομεία ή πρόσβαση σε ένα εξειδικευμένο δίκτυο ιατρών, πρόσβαση σε επώνυμα φάρμακα κ.τ.λ. Ο ιδιωτικός τομέας και τα ασφαλιστικά προϊόντα υγείας δεν θα χαθούν, αλλά σίγουρα πρέπει να αλλάξουν.