Οι τελευταίες εξελίξεις -καταιγιστικές θα μπορούσαμε να πούμε- εξελίξεις στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα με στόχο τη δραστική αντιμετώπιση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος εγείρουν ένα εύλογο ερώτημα -το οποίο τίθεται και από κόμματα της αντιπολίτευσης: γιατί δεν φροντίσαμε το 2013, με την εφαρμογή του μνημονίου, να λύσουμε και το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δημιουργώντας έναν εξωτραπεζικό φορέα για τη διαχείρισή τους;
Να θυμίσουμε ότι το μνημόνιο που είχε διαπραγματευτεί η κυβέρνηση Χριστόφια προέβλεπε τη δημιουργία Asset Management Company (AMC), ακολουθώντας το παράδειγμα της Ιρλανδίας.
Ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ Αβέρωφ Νεοφύτου, στην πρόσφατη κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών Οικονομικών και Ελέγχου αναφέρθηκε σε μια αγωνιώδη προσπάθεια το κρίσιμο διήμερο 23-24 Μαρτίου του 2013 (ήταν μαζί με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη στις Βρυξέλλες), να πείσουν την ηγεσία της ΕΕ και το ΔΝΤ να αποδεχτούν μια λύση τύπου Ιρλανδίας για την Κύπρο. Δώσαμε μάχη, δεν ήθελαν να ακούσουν, είπε ο κ. Νεοφύτου.
Η διήγηση του κ. Νεοφύτου δίνει τροφή για συνωμοσιολογία, αλλά η εξήγηση είναι πιο απλή: σε εκείνο το σημείο, τον Μάρτιο του 2013, η σύσταση της AMC είχε ένα ιδιαίτερο υψηλό κόστος, απαγορευτικό για τα τότε δεδομένα. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το 2013, σε αντίθεση με τον Νοέμβριο του 2010 και την ένταξη της Ιρλανδίας σε πρόγραμμα, η Ευρώπη είχε αποφασίσει ότι τα προβλήματα των πολιτών δεν θα επιβάρυναν τους φορολογούμενους...
Το ιρλανδικό παράδειγμα, που πολλοί ζηλεύουν στην Κύπρο, είχε ως αποτέλεσμα τα βάρη των τραπεζών να μεταφερθούν στον προϋπολογισμό και το έλλειμμα της Ιρλανδίας από σχεδόν μηδενικό το 2007 έφθασε το 25% το 2010 και το χρέος από 25% εκτινάχθηκε στο 96,2% το 2010. Αυτό ήταν το κόστος της AMC. Και η κυπριακή AMC θα είχε πολλαπλάσιο κόστος. Στις 31 Μαρτίου του 2013 τα ΜΕΔ, με τον παλιό ορισμό (που εξαιρούσε δάνεια τα οποία ήταν πλήρως καλυμμένα με εξασφαλίσεις) ήταν σχεδόν 11 δισ. ευρώ.
Για τη μεταφορά τους (αν υποθέσουμε ότι η τρόικα θα αποδέχονταν τον παλιό ορισμό) σε AMC θα απαιτούνταν ένα ποσό 500 εκατ. ευρώ ανά 1 δισ. ευρώ (ένας πρόχειρος υπολογισμός από τον ίδιο τον ΥΠΟΙΚ στην ίδια συνεδρίαση) δηλαδή 5,5 δισ. ευρώ.
Αυτό το ποσό (που είναι ένας συντηρητικός αριθμός) θα έπρεπε να προστεθεί στο μνημόνιο των 10 δισ. ευρώ. Το 2013 η προοπτική του φορέα ήταν απαγορευτική, λόγω α) των κακών δημόσιων οικονομικών και β) κυρίως της εξαιρετικά κακής κατάστασης των τραπεζών. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά και έχουμε μπροστά μας μια ευκαιρία να λύσουμε το πρόβλημα, αλλά και να βοηθηθούν όσα νοικοκυριά χρήζουν στήριξης.