Γύρω στα 80s. Πρώτη περίοδος Σπύρου Κυπριανού. Σουρεάλ εποχές. Μετά τον πόλεμο, ζούσαμε σε ένα διαμέρισμα με ξύλινο παρκέ που έτριζε και τζάκι, το οποίο νοικιάζαμε στη λεωφόρο Ομήρου. Στο «ρετιρέ» έμεναν η γιαγιά μου και η θεία μου, ανέκαθεν.
Ήταν, λέει, η πρώτη πολυκατοικία που χτίστηκε στη Λευκωσία. Πολυκατοικία του Σπανόπουλου, την ήξεραν όλοι. Θαυμάσιος άνθρωπος. Όταν κάποιος δεν την ήξερε έτσι, έλεγες στο «Φαρμακείο Πήτερ». Διάσημο την εποχή. Όταν πέθανε ο Σπανόπουλος, η πολυκατοικία η οποία αλλού θα είχε κηρυχτεί μνημείο ισοπεδώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες ακολουθώντας την τύχη, μερικά χρόνια πριν, του θαυμάσιου δίπατου αρχοντικού της Λευκωσίας επί της οδού Διαγόρου, το οποίο τότε στέγαζε το ΔΗΚΟ (σ.σ. στη φωτογραφία).
Με το ρουσφέτι της εποχής, το Προεδρικό εκεί ήταν. Ζούσαμε πλάι στην εξουσία! Δεν μπορούσα να καταλάβω και πολλά, πέρα από τα σχόλια των γονιών μου για γνωστούς μας που είχαν γυρευτεί στο Δίπατο και την αποστροφή του περισσότερου κόσμου τότε για το τι μας είχε βρει μετά που χάσαμε τον Καούντα μας, τον Εθνάρχη.
Παρόλο που στο σπίτι ούτε αυτόν τον είχαμε σε ιδιαίτερη υπόληψη. Να ’ναι καλά οι δικοί μου.
Εκεί θυμάμαι, στο δίπατο αρχοντικό, ο Λέλλος είχε αναγκάσει επί των ημερών του τους ιδιοκτήτες να ξαναφυτέψουν μια μεγάλη φοινικιά την οποία είχαν ξεριζώσει στην αυλή νύχτα. Δεν θα πιάσει, επέμεναν εκείνοι. «Δεν με κόφτει», έλεγε ο Λέλλος.
Ε, υπάρχει η φοινικιά. Το αρχοντικό μαζί με πολλά άλλα κατεδαφίστηκε εγκληματικά λίγο πριν περάσουν τα διατηρητέα, όπως και η τριώροφη πολυκατοικία στην οποία μεγάλωσα μετά την προσφυγιά. Στη θέση και των δύο, υψώνονται σήμερα δύο παρόμοια τερατουργήματα πλήρως ευθυγραμμισμένα με την αισθητική μας, με τα γνωστά άσπρα πλακάκια αποχωρητηρίου γύρω-γύρω. Αν κάποιος -ξένος- δεν καταλάβει ακριβώς το «μέσα» μας, να παραπέμπει το υπονοούμενο του «έξω».
Ωραίες εποχές εκείνα τα χρόνια. Δύσκολες αλλά ωραίες. Την πιάναμε, αν και ήμασταν παιδιά, τη δυστυχία στον αέρα ακόμα και όταν μας την έκρυβαν.
Μερικά μόλις χρόνια μετά την εισβολή, οι «αζήτητοι» ηλικιωμένοι και οι ψυχικά πάσχοντες πλήρωναν το βαρύτερο τίμημα από όλους, θυμάμαι. Γύριζαν στους δρόμους και ζητιάνευαν πολλοί, ο κόσμος βοηθούσε συνήθως αν και δεν είχε.
Η μάνα μου θύμωνε που τους φοβόμουν κάποτε. Και εμείς σιχαινόμασταν να αγγίξουμε κάγκελα διότι ήταν ένας που έβγαζε τις μύξες του με τα χέρια του και σκουπιζόταν στην περίφραξη απέναντί μας, πάνω από το πάρκο ακριβώς πριν την πλατεία Σολωμού.
Δεν είχαμε και πολλές χαρές εκείνες τις εποχές. Αργότερα ήταν που αρχίσαμε τις φάρσες στα τηλέφωνα.
Θυμάμαι όμως πως και τα πιο μικρά πράγματα μας ενθουσίαζαν. Όπως το 1981 στις βουλευτικές –τότε όλοι οι τοίχοι γέμιζαν με αφίσες τεράστιες τις οποίες κολλούσαν με μια άσπρη κόλλα που βρομούσε και τις έβαζαν παντού, είτε το ήθελες είτε όχι- θυμάμαι που γυρίζαμε τα κόμματα και μαζεύαμε σημαιούλες, αυτοκόλλητα διάφορα. Εμείς εκεί είχαμε το ΔΗΚΟ, την Ένωση Κέντρου εκεί που είναι το γνωστό αμερικάνικο εστιατόριο σήμερα, το ΠΑΜΕ του Σοφιανού και τη ΝΕΔΗΠΑ του Μιχαηλίδη. Μπαξές!
Γενικά όμως, δεν είχε πολλά. Είχε πολλά σινεμά η Λευκωσία, εκεί τριγύρω τα πλείστα και μας άφηναν μόνο στα κατηγορίας Α’ και στον Οθέλλο (το πάρκινγκ του εστιατορίου εκείνου σήμερα) απέναντι από το Πάνθεον (εκεί που είναι και σήμερα αλλά τότε μόνο αυτό ήταν) τις Κυριακές σε ειδικές παραστάσεις. Αν όμως συμπληρώναμε μια λέξη από τα γράμματα που είχαν από κάτω οι «ττάπποι» των αναψυκτικών. Κάθε σεζόν βλέπαμε και τα εκπληκτικά παιδικά που ανέβαζε ο ΘΟΚ, κάποτε δύο και τρεις φορές.
Πέραν τούτων, παίζαμε, βολτάραμε και το βράδυ, στις πέντε άρχιζε η τηλεόραση, μπορούσαμε να δούμε τα κινούμενα σχέδια και τα άλλα, ώς τις οκτώμισι που άρχιζαν τα Νέα. Άλλοι πήγαιναν για ύπνο πριν. Οι δικοί μου μας άφηναν να τα δούμε και μετά έπρεπε να πάμε αμέσως να κοιμηθούμε.
Σε κάποια φάση όμως, η Λευκωσία ανακάλυψε τον Bayrak. Νέες αντένες έφερναν τη μυστηριώδη πλευρά των… τεράτων για τη δική μου ηλικία στα σπίτια μας. Και θυμάμαι που μαζευόμασταν όλοι και κάναμε πλάκα.
Ξορκίζαμε τον φόβο ακούγοντας τον Τζαφέρ ο οποίος μιλούσε σχετικά καλύτερα ελληνικά (και δεν μας άρεσε γιατί δεν μπορούσαμε να περιπαίζουμε πολύ) αλλά και δύο άλλους που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, έναν άντρα και μια γυναίκα που διάβαζαν άθλια στα ελληνικά. Έκαναν λάθη, σταματούσαν... Γέλιο εμείς!
Την κυρία τη λέγαμε «η Καμπουτσία». Τότε, αμέσως μετά τη φρίκη των Χωραφιών Θανάτου και των Χμερ Ρουζ έπαιζε το θέμα διεθνώς και εκείνη επέμενε να λέει τη χώρα Καμπουτσία. Αντιλαμβάνεστε.
Γιατί σας τα έγραψα όλα αυτά σήμερα; Διότι, με τη νέα ξεφτίλα μας και το γεγονός ότι δώσαμε διαβατήριο σε έναν άνθρωπο ο οποίος πριν από δέκα μόλις μέρες διέταξε τον στρατό να επιτεθεί με κάθε μέσο στους εξόριστους ηγέτες της αντιπολίτευσης και διάφορα άλλα, έναν δικτάτορα, πρώην Κόκκινο Χμερ κιόλας, ο οποίος κατάφερε να γίνει ο απόλυτος άρχων με πραξικόπημα το 1997 και το καθεστώς του κατηγορείται για αμέτρητα εγκλήματα…
… με αυτήν λοιπόν την ξεφτίλα, είτε θα σας έγραφα ένα ακόμα κείμενο για το κατάντημα της Κλίκας των Διαβατηρίων και ειδικά του πολιτικού της κομματιού (το οποίο μέχρι και σε Κόκκινους Χμερ πούλησε διαβατήρια!), είτε, θα το έβαζα σε μερικές γραμμές -τόσο απλή είναι αυτή τους η ξεφτίλα- και θα σας έλεγα κάτι άλλο, πιο ευχάριστο. Καλύτερα δεν είναι;
Θυμήθηκα την Καμπουτσία. Και το πήρα από εκεί. Αν κάνετε άλλους συνειρμούς από εδώ και πέρα, άλλους, υμείς όψεσθε.
Να τους χαιρόμαστε, είπαμε; Να τους χαιρόμαστε. Μιλάμε για πρωτόγνωρα μεγαλεία.
Υστερόγραφο: Οι φωτογραφίες είναι από το Αρχείο Αβδελλόπουλου / ΠΟΛΙΤΗΣ. Η κεντρική είναι μάλλον mid 70s OK, αλλά μου άρεσε!
