του Ορέστη Νικολάου*
Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικώς αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Στην Κύπρο προστατεύεται τόσο από το Άρθρο 21 του Συντάγματος, όσο και από το Άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το Άρθρο 12 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κατοχυρώνει ρητά το δικαίωμα της ειρηνικής συνάθροισης και του συνεταιρίζεσθαι. Το νέο νομοσχέδιο που προωθείται για τη ρύθμιση των διαδηλώσεων δημιουργεί, ωστόσο, σοβαρά ερωτήματα για τη συμβατότητά του με τις θεμελιώδεις αυτές εγγυήσεις και δημιουργεί ερωτήματα σχετικά με τη δημοκρατική παιδεία στη χώρα μας.
Το πρώτο και πλέον ανησυχητικό στοιχείο είναι η ποινικοποίηση της πρόθεσης. Το νομοσχέδιο προβλέπει ότι, σε περίπτωση που υπάρχει «εύλογη υποψία» ότι μια συγκέντρωση πρόκειται να καταστεί μη ειρηνική, άτομο που καλύπτει το πρόσωπό του και αρνείται να το αποκαλύψει διαπράττει ποινικό αδίκημα, με ποινή φυλάκισης έως δύο έτη. Η διάταξη αυτή εισάγει ένα επικίνδυνο προηγούμενο: την προληπτική ποινικοποίηση ενός ατόμου, όχι βάσει πράξης, αλλά βάσει υποψίας. Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) είναι ξεκάθαρη ως προς τον περιορισμό τέτοιων μέτρων. Στην υπόθεση Gillan and Quinton v. United Kingdom (2010), το Δικαστήριο έκρινε ότι η γενικευμένη εξουσία της αστυνομίας να προβαίνει σε ελέγχους χωρίς σαφή αιτιολόγηση, παραβιάζει το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Τέτοιου είδους ρυθμίσεις όχι μόνο αντιστρέφουν την αρχή της τεκμηρίωσης της ενοχής, αλλά ενδέχεται να έχουν και αποτρεπτικό αποτέλεσμα στην άσκηση του δικαιώματος ειρηνικής συνάθροισης. Η αοριστία του όρου «εύλογη υποψία» αφήνει ευρύ περιθώριο αυθαιρεσίας, υπονομεύοντας τη νομική ασφάλεια και την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στις αρχές. Εξάλλου, όπως επεσήμανε και η Επίτροπος Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη, πρόκειται για κάτι το αντισυνταγματικό. Επιπλέον, η κουλτούρα ποινικοποίησης της διαμαρτυρίας που καλλιεργείται τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο, ίσως αποτελεί ακριβώς τον λόγο για τον οποίο κάποια άτομα επιλέγουν να αποκρύπτουν το πρόσωπό τους, όχι για να προβούν σε βίαιες πράξεις, αλλά για να προστατεύσουν την ιδιωτικότητά τους, ή ακόμη και την επαγγελματική ή προσωπική τους ζωή από πιθανές συνέπειες της δημόσιας έκθεσης.
Δεύτερον, η παρούσα συζήτηση για το εν λόγω νομοσχέδιο δεν εξετάζει επαρκώς την περίπτωση της αυθόρμητης διαμαρτυρίας/συνάθροισης (spontaneous demonstration), παρά το γεγονός ότι η Διευθύντρια του Τομέα Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κ. Φαίδρα Γρηγορίου, διευκρίνισε ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών ότι οι απαιτήσεις προειδοποίησης δεν ισχύουν για αυθόρμητες συγκεντρώσεις. Η εν λόγω διευκρίνιση είναι κατ’ αρχάς θετική, ωστόσο δεν φαίνεται να συνοδεύεται από σαφείς και δεσμευτικές εγγυήσεις εντός του νομοσχεδίου, γεγονός που αφήνει περιθώρια παρερμηνείας ή αυθαίρετης εφαρμογής από τις αρχές. Η σχετική νομολογία του ΕΔΑΔ είναι ξεκάθαρη στην υπόθεση Bukta and Others v. Hungary (2007), το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάλυση μιας ειρηνικής, αυθόρμητης συνάθροισης, η οποία αποτελεί άμεση αντίδραση σε πολιτικό γεγονός, αποκλειστικά λόγω απουσίας προηγούμενης ειδοποίησης, συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, στην υπόθεση Éva Molnár v. Hungary (2008), το Δικαστήριο τόνισε ότι τέτοιες διαδηλώσεις επιτρέπεται να εξαιρούνται από την υποχρέωση προειδοποίησης μόνο όταν πρόκειται για άμεσες αντιδράσεις σε επικαιρικά γεγονότα, όπου κάθε καθυστέρηση θα καθιστούσε την έκφραση άνευ ουσίας. Παρά τη σχετική προφορική αναφορά της κ. Γρηγορίου, το νομοσχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει σαφή νομική πρόβλεψη ή ρυθμιστικό πλαίσιο για τέτοιες περιπτώσεις, και συνεπώς παραμένει ασαφές το πώς προστατεύονται οι αυθόρμητες συγκεντρώσεις στην πράξη. Η απουσία αυτής της πρόνοιας θα ισοδυναμούσε με αδυναμία κατανόησης της σημασίας που έχουν οι αυθόρμητες, ειρηνικές εκδηλώσεις στο σημερινό ρευστό, συχνά έκτακτο και ταχέως εξελισσόμενο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον, όπου η άμεση και ειρηνική αντίδραση του πολίτη αποτελεί όχι απλώς έκφραση, αλλά πυρήνα της δημοκρατικής συμμετοχής.
Τρίτον, το πλαίσιο του νομοσχεδίου παραχωρεί ευρείες διακριτικές εξουσίες στην αστυνομία, περιλαμβανομένης της δυνατότητας επιβολής περιορισμών στην πορεία, τον χρόνο ή τον χώρο μιας διαδήλωσης και ακόμη και της διάλυσής της. Παρότι προβλέπεται η διαβούλευση με τον οργανωτή, απουσιάζει κάθε σαφής και άμεση δικαστική εγγύηση. Η πρακτική αυτή δεν συμπορεύεται με την Αρχή της Αναλογικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται επανειλημμένα από το ΕΔΑΔ, μεταξύ άλλων στις υποθέσεις Akgöl and Göl v. Turkey και Kaos GL v. Turkey. Επιπλέον, ο ασαφής όρος «δημόσια ήθη» (public morals) που μπορεί να οδηγήσει σε διάλυση διαδήλωσης, είναι νομικά ρευστός και αφήνει περιθώριο για αυθαίρετη ή επιλεκτική εφαρμογή. Το ΕΔΑΔ έχει προειδοποιήσει για την κατάχρηση τέτοιων αόριστων εννοιών, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται για τον περιορισμό της δημόσιας έκφρασης.
Επιπλέον, η λογική να επαφίεται στην αυθεντία του εκάστοτε αξιωματικού υπηρεσίας η απόφαση για το αν μια διαδήλωση είναι επιτρεπτή ή αν πρόκειται να εξελιχθεί σε μη ειρηνική, ώστε να προχωρά σε διάλυσή της, σε περιορισμούς ή ακόμα και σε συλλήψεις, είναι πέρα για πέρα προβληματική. Δεν είναι ούτε η δουλειά ούτε η αρμοδιότητα ενός κρατικού οργάνου να προδικάζει την πορεία μιας συλλογικής κινητοποίησης, πολλώ δε μάλλον να την καταστέλλει προληπτικά. Η φιλοσοφία των διαδηλώσεων είναι βαθιά πολιτική. Εδράζεται στη μαζικοποίησή τους, στη διεκδικητική τους διάρκεια και στην πρόταξη αιτημάτων που προκύπτουν από κοινωνικές ανάγκες. Ιστορικά, η μαζικότητα μιας διαδήλωσης αποτελεί το μόνο εργαλείο πίεσης απέναντι σε μια εξουσία που σε άλλες συνθήκες δεν θα διαπραγματευόταν. Η ίδια η ύπαρξη του δρόμου ως πεδίου αντίστασης λειτουργεί ως αντίβαρο στον θεσμικό μονόλογο.
Σε τέτοιες στιγμές, η εξουσία καλείται να αποφασίσει: θα καταστείλει τη διαμαρτυρία ή θα ακούσει τα αιτήματα που προβάλλονται; Η απόφαση αυτή δεν είναι ποτέ ουδέτερη. Ζυγίζεται με όρους πολιτικού κόστους. Αν η διάλυση μιας διαδήλωσης συνεπάγεται μεγαλύτερο κοινωνικό και πολιτικό κόστος από το να ικανοποιηθούν τα αιτήματα ή να αποσυρθεί μια νομοθετική ρύθμιση, τότε η εξουσία συχνά αναγκάζεται να υποχωρήσει. Η πρόβλεψη και η πρόληψη της "μη ειρηνικότητας" δεν μπορεί να λειτουργεί ως προπέτασμα για τον περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων. Όταν ο δρόμος απονεκρωνεται, όταν η δημόσια έκφραση τίθεται υπό την κρίση της αστυνομίας, η δημοκρατία μετατρέπεται σε διαχειρίσιμη τελετουργία, χωρίς πραγματική συμμετοχή και χωρίς κανένα ρίσκο για την εξουσία που ασκείται. Και αυτό, αργά ή γρήγορα, παύει να είναι δημοκρατία.
Πέρα όμως από τη νομική τεκμηρίωση, η εμπειρία στην Κύπρο μάς υπενθυμίζει ότι οι διαδηλώσεις είναι κατά κανόνα ειρηνικές. Οι σπάνιες περιπτώσεις έντασης ή επεισοδίων σχετίζονται, στις περισσότερες περιπτώσεις, με την υπέρμετρη χρήση βίας από τις αρχές, γεγονός που έχει τεκμηριωθεί από παγκόσμιες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. Διεθνής Αμνηστία) και έχουν απασχολήσει τη δημόσια σφαίρα υπό αυτό το πρίσμα. Το νομοσχέδιο, επομένως, δεν ανταποκρίνεται σε κάποιο επείγον ή γενικευμένο φαινόμενο κοινωνικής αναταραχής, αλλά δημιουργεί το έδαφος για την αστυνόμευση της διαμαρτυρίας.
Η ενίσχυση του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας δεν επιτυγχάνεται με την καταστολή, αλλά με την καλλιέργεια εμπιστοσύνης, διαλόγου και ουσιαστικής συμμετοχής. Το προτεινόμενο νομοσχέδιο δεν απαντά σε μια πραγματική, γενικευμένη ανάγκη δημόσιας τάξης· αντιθέτως, κινδυνεύει να ποινικοποιήσει τη διαφωνία και να περιορίσει τη δημόσια έκφραση, μετατρέποντας την ειρηνική διαμαρτυρία σε ζήτημα αστυνόμευσης. Σε μια χώρα όπου οι διαδηλώσεις είναι κατά κανόνα ειρηνικές και οι εντάσεις συχνά προκαλούνται από δυσανάλογη χρήση βίας από τις αρχές, η εισαγωγή νομοθετικών περιορισμών χωρίς σαφείς εγγυήσεις παραβιάζει τη συνταγματική τάξη και υπονομεύει θεμελιώδη πολιτικά δικαιώματα. Οποιαδήποτε ρύθμιση που εμπεριέχει τον κίνδυνο περιστολής των ελευθεριών πρέπει να επανεξεταστεί ριζικά, όχι μόνο με βάση τη δημόσια τάξη, αλλά με οδηγό τη δημοκρατική ελευθερία: γιατί η Δημοκρατία, δεν μετριέται με την απουσία εντάσεων, αλλά με την ανοχή της στη διαφωνία και τη δυνατότητα των πολιτών να ακούγονται στον δημόσιο χώρο.
*Ερευνητής Μεταναστευτικών Σπουδών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Βοηθός Συντάκτη – Southeastern Europe (SEEU)
Brill | Schöningh