Sevgul Uludag
Τηλ: 99966518
Κάθε χωριό έχει τον δικό του αφηγητή, τον φύλακα των αναμνήσεων, τον συγγραφέα του. Οι Ελληνοκύπριοι της Αφάνειας εκδιώχθηκαν το 1974 λόγω του πολέμου και δεν μπόρεσαν ποτέ να επιστρέψουν για να ζήσουν στο χωριό τους, καθώς στην Κύπρο υπάρχει μόνο «κατάπαυση του πυρός», όχι μια ειρηνευτική συμφωνία. Το μόνο που τους έχει απομείνει από το χωριό είναι οι φωτογραφίες και οι αναμνήσεις τους. Και αυτές οι πολύτιμες φωτογραφίες και αναμνήσεις συλλέγονται και δημοσιεύονται από τον Κυριάκο Τζαμπάζη, όχι επειδή κερδίζει κάτι από αυτό, αλλά από την αγάπη του για το χωριό του και τους συγχωριανούς του.
Η Αφάνεια ήταν ένα μεικτό χωριό όπου κάποτε οι κοινότητές μας -Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι- ζούσαν ειρηνικά και συνεργάζονταν. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, στο χωριό οι σχέσεις ήταν καλές. Μόνο μετά την ΕΟΚΑ και στη συνέχεια την ΤΜΤ και με τις χειραγωγήσεις των Βρετανών αποικιοκρατών, τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν και με τη διακοινοτική σύγκρουση του 1963 άρχισαν να φυτεύονται οι σπόροι της καχυποψίας. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων χωριανών ζούσαν μαζί ειρηνικά μέχρι το 1974, όταν το νησί διαχωρίστηκε μετά το πραξικόπημα και οι Ελληνοκύπριοι του χωριού αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στο νότιο τμήμα του νησιού.
Ο Κυριάκος Τζαμπάζης γράφει ιστορίες από την Αφάνεια και μοιράζεται φωτογραφίες και αναμνήσεις εδώ και πολλά χρόνια. Ο καλός μας φίλος Κυριάκος Τζαμπάζης διατήρησε επίσης τις σχέσεις και τις φιλίες του με τους Τουρκοκύπριους από το χωριό. Είχε τακτική επαφή, επισκεπτόταν και συνεχίζει να επισκέπτεται το χωριό του. Ελπίζω ότι και αυτός θα εκδώσει ένα βιβλίο με ιστορίες από την Αφάνεια, ώστε να μην χαθούν αυτές οι πολύτιμες αναμνήσεις των κοινοτήτων μας που ζούσαν και συνεργάζονταν στο παρελθόν. Σήμερα θέλω να μοιραστώ μερικές ιστορίες που έχει γράψει για την Αφάνεια.
Άποψη από την Αφάνεια... (Φωτό: Κυριάκος Τζαμπάζης)
Fytas/Pashalioghlou
«Θα πρέπει να ήταν καλοκαίρι του 1953 ή 1954. Ο Fytas, έτσι τον φώναζαν όλοι στο χωριό, αλλά το επίθετό του ήταν Pashalioghlou, είχε δύο γιους τον Hasan και τον Ertal, που δεν τους έκανε περιτομή όταν ήταν μικροί. Τους γνώριζε όλο το χωριό, επειδή η μητέρα τους ετοίμαζε σιάμισιη, και γύριζαν όλο το χωριό και τα πουλούσαν.
Ο Fytas αποφάσισε να τους κάνει περιτομή. Πήρε δύο λευκά άλογα, τα στόλισε με κιλίμια, κάθισαν τα παιδιά και με συνοδεία ταμπούρλων και μουσικών γύρισε όλο το χωριό καλώντας όλους τους χωριανούς στο πάρτι που θα ακολουθούσε.
Το βράδυ πήγα με τον πατέρα μου. Είχε πολύ καλές σχέσεις με τον Fyta που οπότε περνούσε έξω από το σπίτι μας μιλούσαν στα τουρκικά και μας άφηνε καρπούζια και πεπόνια. Το σπίτι του Fyta ήταν πίσω από το καφενείο μας.
Μπήκαμε στο σπίτι και είδα τους φίλους μου που παίζαμε κάθε μέρα μαζί, να κλαίνε από τον πόνο. Έτρεξαν και τα δικά μου δάκρυα. Ο πατέρας μου με ρώτησε γιατί κλαίω. Του είπα ότι αφού κλαίνε οι φίλοι μου, κλαίω και εγώ.
Παίζαμε μαζί ποδόσφαιρο μέχρι που συνέβησαν κάποια γεγονότα στο χωριό τον Μάη του 1956, αλλά και για την ένταση που υπήρχε ανάμεσα στις δύο κοινότητες ειδικά το 1957-1958 που επηρέασε και τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων του χωριού μας.
Ξανασυναντηθήκαμε τον Φλεβάρη του 1959, όταν λύθηκε το Κυπριακό και οργανώσαμε ποδοσφαιρικές συναντήσεις. Κάθε απόγευμα ήμασταν στο γήπεδο. Μπάλα εξασφαλίσαμε από τον σύλλογο της Αριστεράς. Ο Μιχάλης Νικολάου γραμματέας του ΑΚΕΛ, μου έδωσε το κλειδί του συλλόγου και πήγαινα και έπαιρνα την μπάλα. Ήταν μεγάλη μας χαρά γιατί πια δεν παίζαμε με τις παιδικές μας μπάλες. Το 2003, όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα και πήγα με τα αδέλφια μου στο χωριό τον πρώτο άνθρωπο που συνάντησα ήταν τον Fyta. Είχε τυφλωθεί και δεν μας αναγνώρισε. Όταν του μιλήσαμε μας αναγνώρισε ότι είμαστε παιδιά του Τζιαμπάζη από τη φωνή. Μας κάλεσε στο σπίτι του, μας κέρασε καφέ και γλυκά. Πέθανε μερικούς μήνες μετά τη συνάντησή μας. Θα τον θυμάμαι για την καλοσύνη και την αγάπη που είχε για όλους τους ανθρώπους. Συνεχίζω να διατηρώ επαφή με τον γιο του Hasan και τον Ertal. Όταν πηγαίνω στο χωριό πρέπει να περάσω να συναντήσω τους παιδικούς μου φίλους. Οι ρίζες δεν μπορούν να χαθούν. Σημείωση: Στη φωτογραφία ο Fytas. Η φωτογραφία λήφθηκε σε φωτογραφείο της Λύσης πριν από το 1974, όπως μου είπε ο Hasan.
Mustafa Burchakli και ο Αντρέας Κότης
«Ο Mustafa Burchakli ήταν αγροφύλακας του χωριού. Ο Αντρέας Κότης ήταν βοσκός. Είχαν καθημερινή επαφή και έγιναν ένα αχώριστο δίδυμο. Τα βράδια, σχεδόν καθημερινά, συναντιόνταν στο καφενείο του Χρίστου Ορφανού και έπιναν το μονάστερο κονιάκ. Δίπλα τους ο Γιάκουμος της Φλουρέντζας, λακκοτρύπης στο επάγγελμα, έπινε το κρασί του και τους τραγουδούσε τουρκικούς αμανέδες και τους ελάχιστους ελληνικούς που ήξερε. Είχε μια πολύ μελωδική φωνή.
Ο Burchakli τον Μάη του 1956 που έγιναν τα γεγονότα στο χωριό μας βρισκόταν στο καφενείο του Χρίστου. Τότε ο Αντρέας για να προφυλάξει τον φίλο του τον πήρε μαζί του και τον φυγάδεψε προς το Ορνίθι που ήταν και άλλοι Τουρκοκύπριοι χωριανοί.
Mustafa Burchakli.
Όταν η κατάσταση αποκαταστάθηκε το δίδυμο Κότη-Burchakli συνέχισε να συναντιέται μέχρι τα τραγικά για την Κύπρο γεγονότα του 1974. Μετά το 2003 συνάντησα τον Burchakli στο καφενείο της Κατινάτσας και μιλήσαμε για το παρελθόν. Με ρωτούσε τι έκανε ο Κότης και πού βρίσκεται. Τον ρώτησα για το ποδήλατό του, ένα Rally που το έπλενε κάθε μέρα. Το είχε ακόμα στο σπίτι.
Αιώνια να είναι και η μνήμη των δύο αχώριστων φίλων κι ας είναι παράδειγμα η φιλία τους για τις νέες γενιές της χώρας μας»
Η Χατζημαριού Ορφανού
«Για όσους Αφαντίτες δεν το γνωρίζουν: στις αρχές του περασμένου αιώνα, αλλά δεν κατάφερα να μάθω ποια χρονιά, έβρεξε πάρα πολύ. Μαζεύτηκε μεγάλος όγκος νερού στην αυλή της Χατζημαριούς Ορφανού που ήταν κάτω από τον δρόμο και δεν υπήρχε έξοδός του. Σε κάποια στιγμή άνοιξε μια μεγάλη οπή στο σύνορο με την αυλή του σπιτιού μας και το νερό εξαφανίστηκε. Ύστερα από λίγες μέρες που στέγνωσε η γη, αποκαλύφθηκε μια σπηλιά. Η Χατζημαριού μπήκε μέσα κι ανακάλυψε κάποια αρχαία κτερίσματα. Το έμαθε η Χωροφυλακή και τα ξημερώματα της κτύπησαν την πόρτα. Μπούκαραν μέσα και άρχισαν να ερευνούν το σπίτι της. Ο νόμος περί αρχαιοτήτων εισάχθηκε στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 1900. Υποθέτω ότι αυτό το συμβάν θα πρέπει να έγινε ένα με δύο χρόνια αργότερα. Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Χριστινού, η κόρη της που ήταν πολύ μικρή φοβήθηκε τόσο πολύ που έπαθε ψυχολογικά προβλήματα που σύντομα επιδεινώθηκαν. Γιατροί δεν υπήρχαν όπως και χρήματα. Σύντομα η κατάστασή της έγινε αθεράπευτη. Καθηλώθηκε στο κρεβάτι και δύσκολα επικοινωνούσε. Κάποιες φορές συνόδευα τη μάνα μου, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 που της έπαιρνε φαγητό, όταν η Χατζημαριού δυσκολευόταν. Βοηθούσε επίσης τη Χατζημαριού και την έκανε μπάνιο.
Η Χριστινού δολοφονήθηκε με πολύ βάρβαρο τρόπο από τα τουρκικά στρατεύματα το 1974. Γι’ αυτή τη δολοφονία μίλησε ο Τούρκος αξιωματικός που ήρθε στην Κύπρο από τη Γαλλία αν δεν απατά η μνήμη μου το 1991, ο οποίος ανέφερε πολλές λεπτομέρειες. Επίσης μια χωριανή μας Τουρκοκύπρια μου διηγήθηκε για τη Χριστινού, που όταν έμεινε εντελώς μόνη και οι δικοί της μεταφέρθηκαν στον νότο της έπαιρνε φαγητό».
Ο Pashalioghlou τράβηξε αυτή τη φωτογραφία σε ένα φωτογραφείο στη Λύση πριν από το ’74.
Η μουριά
«Στο χωριό μου στις δεκαετίες πριν από το 1950 είχε πολλές συκαμιές, επειδή καλλιεργούσαν μεταξοσκώληκες και στους αργαλειούς έφτιαχναν μετάξι. Αργότερα σταμάτησαν αλλά οι συκαμιές έμειναν.
Θυμάμαι σε ένα χωράφι στην ανατολική πλευρά του χωριού, όχι πολύ μακριά από το χωράφι του Ττόγλου/Θεολή, το οποίο ανήκε, αν θυμάμαι καλά, στον Τουρκοκύπριο χωριανό μας Molla, που είχε μέσα μια τεράστια συκαμιά η οποία έκανε μεγάλα πολύ γλυκά κόκκινα μούρα/βαβάτσινους. Από τα μέσα Μαΐου και τον Ιούνιο όλοι οι μικροί του χωριού είμαστε πάνω στη μουριά/βαβατσινιά. Δεκάδες. Όμως έπρεπε να περάσουμε μέσα από το χωράφι και του καταστρέφαμε το σιτάρι. Μια μέρα θυμάμαι ήρθε και μας είπε ότι στις κουφάλες του δέντρου μπήκε μια πολύ μεγάλη κουφή. Ήθελε να μας φοβίσει. Εμείς όμως παίρναμε ξύλα, κτυπούσαμε στο δέντρο για να αναγκάσουμε την κουφή να φύγει. Και επειδή δεν τη βλέπαμε συνεχίζαμε να ανεβαίνουμε στο δέντρο και να τρώμε τα ολόγλυκα κόκκινα μούρα/βαβάτσινους».