Καθόμαστε πλάι – πλάι στον διθέσιο καναπέ της βεράντας που έχει βουλιάξει στη μέση, αλλά κρατάει ακόμα καλά τις συνήθειές μας και γυρνάμε την τηλεόραση. Ανοίγουμε μια τσακρί και πατατάκια ξιδιού με έξτρα λεμόνι και tabasco ή κόβουμε καρπούζι και μικρά κομματάκια χαλλούμι, παφίτικο για ’κείνην, κόκκινο ορμηδειώτικο για μένα, και στις δύο περιπτώσεις η ώρα είναι οκτώ.
Ξεκινά το δελτίο στο κρατικό κανάλι, πάει δεκαετία που ήταν το καλύτερο αλλά εκεί εμείς, άλλωστε μόνο αυτό πιάνει το κοντρόλ. Κάθε βράδυ η ίδια ιστορία. Ξεκινάμε από την εμφάνιση της παρουσιάστριας και σχολιάζουμε πως ακόμα αναζητείται ενδυματολόγος. Κάνουμε δηλαδή παράλληλη εκπομπή, δικιά μας, και την ονομάζουμε «όσην ώραν τα λαλούμε», κάθε είδηση και πικρόχολο σχόλιο, τύφλα να ’χουν οι γκρινιάρηδες γέροι του Muppet Show.
Κάθε φορά που μπαίνει εθνικό μνημόσυνο, σιχτιρίζουμε. Μνημεία και χλιαρές ομιλίες στη σκιά των επετείων, που ανακυκλώνονται κάθε Ιούλιο, της λέω να βρει επιτέλους κάποιον να της βάλει και τα ιδιωτικά κανάλια, ότι έχει προχωρήσει η τεχνολογία, τσακωνόμαστε. Η επικαιρότητα συνεχίζει καθώς και το βρισίδι. Δάση καίγονται. Κανείς υπεύθυνος. Οι υπηρεσίες έγραψαν εκθέσεις, όλοι εξαίρετοι στην Πυροσβεστική, άριστοι στην Αστυνομία, μια χαρά και η Πολιτική Άμυνα, ικανοποιημένος ο Πρόεδρος από τα μέτρα. Να γελάσουμε ή να κλάψουμε;
Κι έπειτα, κάτι απρόσμενο: Ο Αντρέας Καζαμίας στην αντικατοχική της Αμμοχώστου. Γιος αριστερού πρώην υπουργού. Ίδρωμένος, όπως όλοι, αλλά δεν λέει να το βουλλώσει. Μιλάει. Δείχνει με το δάχτυλο. Μιλάει για λύση. Για τις φωτιές, τις πραγματικές και τις μεταφορικές που καίνε την εμπιστοσύνη του κόσμου. Κάποιοι ακροδεξιοί πολιτικοί αποχωρούν κι εμείς γιουχαΐζουμε από τον καναπέ.
Την επομένη το δελτίο καλύπτει τις αλληλοκατηγορίες. Ο διοργανωτής δήμαρχος κρατεί αποστάσεις ασφαλείας, η κυβέρνηση απορρίπτει, το ΕΛΑΜ και το ΔΗΚΟ ετοιμάζονται πάλι να πάρουν την Πόλη κι ένας πρώην υπουργός της περιοχής εισηγείται να κλείσουν τα οδοφράγματα, λένε, «ξεπλένει τον εισβολέα». Στο παρασκήνιο, ανάλογα με το τι ψηφίζουν, θυμούνται τις ικανότητες ή τον βίο του πατέρα του.
«Ποιος είναι αυτός να μιλάει;» και «σιγά τον φωστήρα», μου λέει, και σκέφτομαι πως τελικά όλοι έχουν δίκιο. Πια δεν μπορώ να αδικήσω κανέναν. Χωρίς καμία πολιτική προσπάθεια πώς να προχωρήσει κάποιος που έζησε τον πόλεμο, που έχασε τα πάντα. «Όχι, δεν θέλω συμβιβασμό», παραδέχεται για πρώτη φορά και η στάση της δεν είναι πικρία αλλά πόνος. Τη ρωτώ διακριτικά: «Δηλαδή θέλεις δύο κράτη;» «Όχι», λέει. «Ούτε δύο κράτη αλλά ούτε συμβιβασμό».
Γυροφέρνει στο μυαλό το παράδοξο που ζούμε. Δεν θέλουμε συμφιλίωση, θέλουμε λύση αλλά απορρίπτουμε τον δρόμο που οδηγεί εκεί. Αλλά ίσως να μην είναι προσωπικό. Όλοι δικαιούνται άποψη. Απλώς το κόστος δεν είναι ίδιο για όλους. Εκείνη το έζησε. Εγώ το κληρονόμησα. Το ρουφήξαμε και το κάναμε αρρώστιες. Αυτή η ένταση δεν σβήνει μέχρι να σβήσουμε εμείς εντελώς.
Κι ίσως τελικά αυτό να είναι όλο: δεν έχει και τόση σημασία τι πιστεύει ο καθένας, εγώ, η διπλανή στον καναπέ, οι Τουρκοκύπριοι, οι πρόσφυγες, οι πέντε στις φυλακές του Τατάρ και οι άλλοι πέντε που κάθονται στην μπροστινή σειρά της εκδήλωσης στη Δερύνεια, ούτε καν ο Πρόεδρος. Όλοι μια άποψη κουβαλούμε, κι ούτε αυτή δεν ξέρουμε να σεβαστούμε.
Το πρόβλημα είναι πως αν δεν θέλουμε να λυθεί, δεν θα λυθεί. Είναι επίσης δικαίωμα και στρατηγική, φαντάζομαι, να συντηρείς μια διαδικασία μόνο και μόνο για να τη συντηρείς. Αρκεί να το πεις καθαρά. Αν όμως είσαι ηγέτης και λες πως σε νοιάζει η κοινωνία, και στρατηγική σου είναι η λύση, τότε σίγουρα κάτι πάει λάθος.
Παρακολουθούμε την πρόγνωση του καιρού, κλείνουμε την τιβί και πιάνει η καθεμιά το βιβλίο της. Γκρινιάζουμε και αναστενάζουμε κι είμαστε κι από τις τυχερές γιατί τα γράφουμε κάτω και τα ξορκίζουμε. Είμαστε το πεισματάρικο γαλατικό χωριό του Αστερίξ, είμαστε ακόμη εδώ. Τρώμε. Πάμε για ύπνο. Και πάνω μας, όσο η πικρία κι η προσμονή, η φωνή του Κακοφωνίξ τενόρου, δεμένος σε ένα κλαδί δέντρου, αρνείται να σωπάσει.