Η εκλογή του Φειδία Παναγιώτου στις ευρωεκλογές του 2024 με ποσοστό 19,4% δεν υπήρξε εκλογικό ατύχημα ούτε συγκυριακό ξέσπασμα μιας θυμωμένης μειοψηφίας. Αποτέλεσε το πιο ηχηρό σύμπτωμα μιας βαθιάς κρίσης αντιπροσώπευσης, αξιοπιστίας και στοιχειώδους πολιτικής σοβαρότητας.
Οι τελευταίες δημοσκοπικές μετρήσεις πριν από την κάλπη τον τοποθετούσαν αισθητά χαμηλότερα. Συγκεκριμένα, στις δημοσκοπήσεις των τεσσάρων μεγαλύτερων εταιρειών δημοσκοπήσεων από τις 24 μέχρι και τις 30 Μαΐου ο Φειδίας Παναγιώτου έλαβε από 2% μέχρι 5.8%. Η 9η Ιούνιου και το 19.4% ανέδειξε όχι μόνο την αποτυχία των εργαλείων μέτρησης της κοινής γνώμης, αλλά και την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αντιληφθεί εγκαίρως τη δυναμική ενός φαινομένου που γεννήθηκε και γιγαντώθηκε εκτός των παραδοσιακών καναλιών πολιτικής συμμετοχής.
Στη σημερινή δημοσκόπηση του REPORTER από την εταιρεία IMR, η οποία είναι και η πρώτη που συμπεριέλαβε το κόμμα «Άμεση Δημοκρατία», το νεοσύστατο κόμμα λαμβάνει ποσοστό 5,7% στην πρόθεση ψήφου, ξεπερνώντας υφιστάμενες κοινοβουλευτικές δυνάμεις πριν ακόμη παρουσιάσει στοιχειωδώς συγκροτημένο πρόγραμμα.
Η εικόνα αυτή δεν είναι απλώς ανησυχητική. Συνιστά προειδοποιητικό σήμα ότι, αν δεν ερμηνευθούν σε βάθος οι αιτίες του φαινομένου, αν δεν αντιμετωπιστεί η ρίζα του προβλήματος και όχι μόνο τα πρόσωπα που το προσωποποιούν, σύντομα δεν θα μιλούμε για εκλογικές παραδοξότητες, αλλά για τον πραγματικό κίνδυνο ανάδειξης ενός πολιτικού σχήματος χωρίς συνεκτικές θέσεις, χωρίς θεσμική κουλτούρα και χωρίς αίσθηση ευθύνης σε κεντρικό ρυθμιστή του πολιτικού παιχνιδιού, ακόμη και σε διεκδικητή της πρώτης θέσης.
Ο λαϊκισμός που αναδύεται στην εποχή των πλατφορμών δεν εξαντλείται σε έναν αντισυστημικό, καταγγελτικό λόγο. Πρόκειται για μια ποιοτικά διαφορετική μετάλλαξη της πολιτικής, η οποία μετατρέπεται σε περιεχόμενο προς κατανάλωση και διαμοιρασμό. Το φαινόμενο Φειδίας αποτυπώνει ακριβώς αυτή τη μετάβαση. Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα παραδοσιακό κόμμα που διεκδικεί την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος, αλλά με μια διαδικτυακή κοινότητα που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως κίνημα. Δεν προτάσσεται ολοκληρωμένο πρόγραμμα, αλλά συνεχές περιεχόμενο. Δεν καλλιεργείται δημόσιος διάλογος με επιχειρήματα, αλλά τροφοδοτείται ένας αλγόριθμος προσοχής που ανταμείβει την υπερβολή, τη σύγκρουση και την επιφανειακή προσέγγιση των σοβαρότερων ζητημάτων.
Σε μια κοινωνία κόπωσης και δυσπιστίας προς τα κόμματα, με νεότερες γενιές που αισθάνονται διαχρονικά αόρατες και εκτός διαδικασιών λήψης αποφάσεων, το μήνυμα «είμαι εναντίον όλων» γίνεται επικίνδυνα ελκυστικό. Έτσι, η ψήφος παύει να είναι επιλογή πολιτικής κατεύθυνσης και μετατρέπεται σε χειρονομία διαμαρτυρίας, σε ψηφιακό χειροκρότημα, σε ένα θεαματικό like απέναντι στο σύστημα.
Αυτός ο νέος λαϊκισμός είναι διπλά τοξικός. Από τη μια πλευρά εξιδανικεύει την πολιτική ανευθυνότητα, παρουσιάζοντας την απουσία θέσεων ως ένδειξη ελευθερίας και τη θεσμική άγνοια ως αυθεντικότητα. Από την άλλη, υπονομεύει την ίδια την ιδέα της αντιπροσώπευσης, καθώς η δημοκρατία των θεσμών αντικαθίσταται σταδιακά από τη δημοκρατία του σχολίου και του στιγμιαίου ψηφιακού παροξυσμού. Η καθημερινότητα της διακυβέρνησης, η πολυπλοκότητα της οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής, η ανάγκη για συνέπεια στον χρόνο, όλα θυσιάζονται στο βωμό της στιγμιαίας εντύπωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, η διακηρυγμένη «άμεση δημοκρατία» μέσω εφαρμογής δεν αποτελεί πρόταση θεσμικού εκσυγχρονισμού, αλλά ανακύκλωση της παλαιότερης μορφής δημαγωγίας σε ψηφιακή εκδοχή. Η ιδέα ότι η διακυβέρνηση ενός κράτους μπορεί να διεξάγεται μέσα από αυτοσχέδιες ψηφοφορίες σε μια πλατφόρμα, χωρίς επαρκείς εγγυήσεις, χωρίς σαφείς διαδικασίες, χωρίς λογοδοσία, δεν συνιστά ενίσχυση της δημοκρατίας, αλλά διάχυσή της μέχρι του σημείου εξανεμισμού της.
Εξάλλου, όπου διεθνώς επιχειρήθηκαν πειραματισμοί με τέτοιου τύπου «ψηφιακή άμεση δημοκρατία» χωρίς στιβαρά θεσμικά αντίβαρα, διαπιστώθηκαν τα ίδια προβλήματα. Μικρές και καλά οργανωμένες μειοψηφίες καπηλεύθηκαν τη διαδικασία. Η συμμετοχή αποδείχθηκε αποσπασματική, ευμετάβλητη και ευάλωτη σε χειραγώγηση. Η ευθύνη διαχύθηκε τόσο, ώστε τελικά κανείς να μην μπορεί να λογοδοτήσει για τίποτα συγκεκριμένο. Η επίκληση της «ψήφου της κοινότητας» καταλήγει να λειτουργεί ως κάλυμμα για τον εκλεγμένο εκπρόσωπο, ο οποίος αποφεύγει την προσωπική ανάληψη ευθύνης, ενώ οι αποφάσεις γίνονται προϊόν στιγμιαίου ψηφιακού παλμού και όχι ώριμης επεξεργασίας.
Υπό αυτή την έννοια, η διαφημιζόμενη «δημοκρατία μέσω app» όχι μόνο δεν ταυτίζεται με την ουσιαστική συμμετοχή, αλλά συνιστά αποδόμηση της δημοκρατίας. Η αντιπροσωπευτική αρχή και η λογοδοσία των εκλεγμένων αντικαθίστανται από ένα άτυπο καθεστώς διαρκούς ψηφοφορίας χωρίς πλαίσιο, όπου η ευθύνη για τις συνέπειες εξαφανίζεται μέσα στο πλήθος των κλικ.
Η αποτυχία των δημοσκοπήσεων να προσεγγίσουν το εκλογικό αποτέλεσμα του Φειδία δεν πρέπει να ιδωθεί μόνο ως τεχνική αστοχία. Φανερώνει ένα βαθύτερο θεσμικό πρόβλημα. Τα παραδοσιακά εργαλεία μέτρησης δυσκολεύονται να συλλάβουν τη δυναμική των νέων ψηφοφόρων, όσων βρίσκονται εκτός των τυπικών δικτύων ενημέρωσης, αλλά και κινημάτων που γεννιούνται οργανικά μέσα από πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όπου η πολιτική ταυτότητα συγκροτείται περισσότερο ως κοινότητα ακολούθων και λιγότερο ως σύγκλιση πάνω σε θέσεις και αξίες. Επιπλέον, η ψήφος διαμαρτυρίας αποφασίζεται συχνά την τελευταία στιγμή, εντός ενός χρονικού παραθύρου που διαφεύγει των περισσότερων ερευνών πεδίου.
Απέναντι σε αυτά, η σημερινή καταγραφή της «Άμεσης Δημοκρατίας» σε αξιοσημείωτα ποσοστά πρόθεσης ψήφου πρέπει να μας ανησυχεί διπλά. Πρώτον, επειδή οι δημοσκοπήσεις ενδέχεται και πάλι να υποτιμούν τη δυναμική ενός αντισυστημικού ρεύματος που τροφοδοτείται από ταχύτατες ψηφιακές διεργασίες και από ένα κλίμα γενικευμένης απαξίωσης. Δεύτερον, επειδή η ίδια η αποτυχία των μετρήσεων χρησιμοποιείται ήδη ως επιχείρημα ενίσχυσης του αντισυστημικού λόγου, με την αφήγηση ότι «κανείς δεν μπορεί να μας μετρήσει, άρα είμαστε η αυθεντική φωνή της κοινωνίας». Όταν οι θεσμοί δεν μπορούν να «δουν» έγκαιρα το κύμα που έρχεται, το κύμα αυτό μετατρέπεται από εκλογική έκπληξη σε απειλή για τη σταθερότητα.
Αν ένα κόμμα χωρίς ολοκληρωμένες θέσεις στα μείζονα ζητήματα της χώρας, χωρίς σαφή στάση για την οικονομική πολιτική, το Κυπριακό, την ευρωπαϊκή πορεία, την ασφάλεια και τη γεωπολιτική στρατηγική, βρεθεί σε θέση πρώτης δύναμης, το αποτέλεσμα δεν θα είναι κάθαρση, αλλά κενό εξουσίας. Η θεσμική σταθερότητα θα υποκατασταθεί από μια πολιτική καθημερινότητα που θα κινείται από story σε story, χωρίς συνεκτικό σχέδιο. Η εξωτερική πολιτική θα στερηθεί πυξίδας, καθώς μια χώρα σε περιβάλλον γεωπολιτικής ρευστότητας δεν μπορεί να πορεύεται με κριτήριο την εκάστοτε viral διάθεση.
Σε τέτοιες συνθήκες ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για διείσδυση ακραίων φωνών και τρίτων κέντρων ισχύος, τα οποία γνωρίζουν να χειρίζονται την εικόνα αλλά δεν έχουν καμία δέσμευση έναντι του δημόσιου συμφέροντος. Ταυτόχρονα, η έννοια της πολιτικής ευθύνης κινδυνεύει να γελοιοποιηθεί οριστικά, καθώς κάθε απόφαση θα αποδίδεται απλώς στην ανώνυμη βούληση μιας πλατφόρμας.
Η απάντηση των σοβαρών πολιτικών δυνάμεων σε αυτό το φαινόμενο δεν μπορεί να είναι ούτε ηθικολογική ούτε ειρωνική. Απαιτείται μια στρατηγική, συλλογική και θεσμική ανασυγκρότηση. Χρειάζεται μια άτυπη αλλά ουσιαστική συμμαχία υπέρ της σοβαρότητας, όχι για να διασωθούν πρόσωπα ή κομματικά σύμβολα, αλλά για να προστατευθεί ο ίδιος ο δημόσιος βίος. Η ανανέωση δεν μπορεί να εξαντλείται σε επικοινωνιακό ρετουσάρισμα ή σε απλή εναλλαγή γενεών χωρίς αλλαγή περιεχομένου.
Χρειάζεται καθαρός, συγκεκριμένος και τεκμηριωμένος λόγος για τις ανισότητες, τον ψηφιακό μετασχηματισμό με δικλείδες ασφαλείας, την κλιματική κρίση, το μεταναστευτικό με ρεαλισμό και σεβασμό στα δικαιώματα.
Παράλληλα, οι δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως υπεύθυνες οφείλουν να επανακατακτήσουν τον ψηφιακό χώρο χωρίς να μετατραπούν σε άτεχνες απομιμήσεις influencer. Η παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οφείλει να έχει συνέχεια, πυκνότητα και ουσία, να προσφέρει σαφείς εξηγήσεις και όχι μόνο συνθήματα, να ανοίγει διάλογο και όχι απλώς να εκπέμπει μονολόγους.
Η απάντηση προς την ψευδεπίγραφη «άμεση δημοκρατία» των εφαρμογών πρέπει να είναι η προώθηση θεσμοθετημένων μορφών συμμετοχής των πολιτών, όπως οργανωμένες διαβουλεύσεις, συμμετοχικοί μηχανισμοί σε τοπικό επίπεδο, πρόσβαση σε ανοιχτά δεδομένα και πραγματικές δυνατότητες κοινωνικού ελέγχου των αποφάσεων.
Τέλος, χωρίς επένδυση σε πολιτική παιδεία και κριτική σκέψη, χωρίς διαφάνεια και ουσιαστική ρήξη με πελατειακές πρακτικές, κάθε προσπάθεια ανάσχεσης του λαϊκισμού θα παραμένει επιφανειακή. Μια κοινωνία που δεν διαθέτει τα διανοητικά εργαλεία για να διακρίνει το υπεύθυνο από το ανέξοδο και το σοβαρό από το γελοίο, θα παρασύρεται αναπόφευκτα από το επόμενο viral πρόσωπο. Όσο τα παραδοσιακά κόμματα αδυνατούν ή αρνούνται να κόψουν τον ομφάλιο λώρο με τις σκιές του παρελθόντος, τόσο θα τροφοδοτούν, άθελά τους ή ηθελημένα, τον αντισυστημικό λόγο που τα απονομιμοποιεί.
Το φαινόμενο Φειδίας δεν είναι μια αδέξια στιγμή για το πολιτικό σύστημα. Είναι καμπανάκι για το μέλλον της δημοκρατίας μας. Αν περιοριστούμε σε ειρωνικά σχόλια και σε συμπεράσματα ότι «ο κόσμος κάποτε θα καταλάβει», αν υποτιμήσουμε ξανά τις προειδοποιητικές ενδείξεις, τότε κινδυνεύουμε να βρεθούμε μπροστά σε μια Βουλή και σε μια πολιτική πραγματικότητα όπου η σοβαρότητα θα αποτελεί μειοψηφικό είδος.
Και τότε η ευθύνη δεν θα βαραίνει έναν influencer, αλλά ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα που, από αδράνεια και αυτάρεσκη τύφλωση, παρέδωσε τη δημοκρατία του στις ορέξεις ενός αλγορίθμου.
*Ο Χριστόφορος Τριανταφύλλου είναι Γραμματέας Κυπριακού και Δικοινοτικών Σχέσεων της Νεολαίας του Δημοκρατικού Συναγερμού (ΝΕΔΗΣΥ)






