Η πρόσφατη σύναψη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και τριών σημαντικών τουρκογενών κρατών της Κεντρικής Ασίας -του Καζακστάν, του Ουζμπεκιστάν και του Τουρκμενιστάν- αποτελεί μια εξέλιξη ιστορικής σημασίας, με πολυδιάστατες πολιτικές και γεωστρατηγικές προεκτάσεις. Η κίνηση αυτή όχι μόνο ενισχύει το διεθνές κύρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά ανατρέπει και στερεότυπα που διατηρούνταν για δεκαετίες σε σχέση με την επιρροή της Τουρκίας στον τουρκογενή κόσμο.
Πρώτον, τα τρία αυτά κράτη, παρά τους ισχυρούς ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς τους με την Τουρκία, πήραν την απόφαση να εγκαθιδρύσουν επίσημες σχέσεις με την Κυπριακή Δημοκρατία, αναγνωρίζοντας πλήρως την κρατική της υπόσταση. Η πράξη αυτή αποτελεί έμπρακτη απόρριψη της πάγιας τουρκικής επιδίωξης για απομόνωση της Κύπρου και επιβεβαιώνει ότι οι διπλωματικές σχέσεις στη σύγχρονη εποχή διαμορφώνονται με βάση την αρχή της ανεξαρτησίας και της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, και όχι απλώς με κριτήριο πολιτισμικών συγγενειών.
Δεύτερον, η σύναψη αυτών των σχέσεων ανοίγει νέους διαύλους συνεργασίας σε κρίσιμους τομείς. Το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν είναι δύο εκ των σημαντικότερων οικονομιών της Κεντρικής Ασίας, με αναπτυσσόμενες αγορές, ενεργειακούς πόρους και στρατηγική θέση στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» της Κίνας. Το Τουρκμενιστάν, με τα τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου, αποτελεί έναν ακόμη ελκυστικό εταίρο στον ενεργειακό τομέα. Για την Κύπρο, η ανάπτυξη εμπορικών, επενδυτικών και ενεργειακών δεσμών με τα κράτη αυτά μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας για την ενίσχυση της οικονομικής της ανθεκτικότητας και της γεωοικονομικής της επιρροής.
Παράλληλα, αυτή η εξέλιξη ενισχύει τη διπλωματική οντότητα και αυτονομία της Κύπρου, και αναδεικνύει τη δυνατότητά της να λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κεντρικής Ασίας. Η Λευκωσία, αξιοποιώντας την ιδιότητά της ως μέλος της ΕΕ και την προνομιακή γεωγραφική της θέση, μπορεί να αναπτύξει έναν ρόλο συνδετικού κρίκου σε ζητήματα εμπορίου, ενέργειας και πολιτιστικής συνεργασίας.
Ωστόσο, δεν πρέπει να υποτιμηθούν οι πιθανές αντιδράσεις. Η Τουρκία, που επιδιώκει να ηγείται του τουρκογενoύς κόσμου μέσω θεσμών όπως ο Οργανισμός Τουρκογενών Κρατών, πιθανόν να αντιμετωπίσει τη νέα αυτή πραγματικότητα με σκεπτικισμό ή και ενεργές προσπάθειες επαναδιεκδίκησης επιρροής. Η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να κινηθεί με διπλωματική ευελιξία, εδραιώνοντας τις σχέσεις της μέσα από ουσιαστικές και εφαρμοσμένες συνεργασίες, και αμοιβαίο σεβασμό.
Η εγκαθίδρυση διπλωματικών σχέσεων με το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Τουρκμενιστάν αποτελεί μια στρατηγική επιτυχία που αναβαθμίζει την Κυπριακή Δημοκρατία στο διεθνές στερέωμα. Σε μια εποχή έντονων γεωπολιτικών μεταβολών, η Κύπρος αποδεικνύει ότι μπορεί να επεκτείνει το διπλωματικό της αποτύπωμα πέραν των παραδοσιακών της εταίρων, ενισχύοντας ταυτόχρονα την πολιτική, οικονομική και γεωστρατηγική της ισχύ.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη