Είναι αναντίλεκτο γεγονός ότι κανείς δεν ήθελε απώλεια ζωών και καταστροφή της φύσης που προκάλεσε η πύρινη λαίλαπα στην ορεινή Λεμεσό. Το πρέπον ωστόσο είναι να διερευνηθεί τί πήγε λάθος, τί θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε και να αναληφθούν ευθύνες, εκεί και όπου υπάρχουν.
Η κλιματική κρίση βρίσκεται ενώπιον μας και επιβάλλεται η λήψη περισσότερων μέτρων. Η Κεντρική Τράπεζα αλλά και το δημοσιονομικό συμβούλιο έχουν τονίσει σε επισημάνσεις τους ότι ο κλιματικός κίνδυνος είναι αναδυόμενη απειλή την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε ενώ ως βασική απειλή για την οικονομία θεωρεί την κλιματική αλλαγή και το Συμβούλιο Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας. Δεν χωράνε καθυστερήσεις, αλλά άμεση δράση.
Η Κεντρική Τράπεζα στην έκθεση χρηματοοικονομικής σταθερότητας για το 2024
σημείωσε ότι η αυξανόμενη έκθεση σε ξηρασία, υδατικό στρες και υψηλές θερμοκρασίες καθιστά αναγκαία την ενσωμάτωση των φυσικών κινδύνων στη διαχείριση των κινδύνων του χρηματοοικονομικού τομέα.
Κρίσιμο σημείο ευπάθειας για τα εγχώρια νοικοκυριά και μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, υπογράμμισε, αποτελεί η
έλλειψη ασφαλιστικής κάλυψης για φυσικές καταστροφές (insurance gap).
Στην τελική του
έκθεση για το 2024, το δημοσιονομικό συμβούλιο αναφέρθηκε στους αυξημένους κινδύνους των φυσικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, οι οποίοι , όπως υπογραμμίστηκε, επιβάλλουν τα επόμενα χρόνια την ανάληψη αυξημένων επενδυτικών δαπανών προς προστασία της ακτογραμμής, τη διαχείριση των χερσαίων πλημμυρών, την αντιμετώπιση της υδατικής πίεσης, και την αύξηση της ζήτησης για ενέργεια, πέρα από τις δασικές πυρκαγιές.
«Οι μετρήσεις τρωτότητας της οικονομίας στην κλιματική αλλαγή συνεχίζουν να καταγράφουν αυξήσεις, με την πιθανότητα φυσικών καταστροφών να συνεχίζει να καταγράφει αυξήσεις σχεδόν σε όλες τις κατηγορίες, περιλαμβανομένου του κινδύνου χερσαίας πλημμύρας η οποία επηρεάζει ιδιαίτερα το αξιόχρεο των ΜμΕ, την διάβρωση των ακτογραμμών με επιπτώσεις ιδίως στον τουρισμό, την διαχείριση ύδατος, αλλά και τις αγροτικές πυρκαγιές», τόνισε.
«Διατηρούμε επιφύλαξη στις αρχικές εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών πως οι επιπτώσεις στην οικονομία και στις επενδυτικές ανάγκες για αντιμετώπιση του φυσικού ρίσκου που προκύπτει από τη κλιματική αλλαγή, είναι αμελητέα, σημειώνοντας, όμως, ότι η εκτίμηση κόστους είναι ακόμα υπό διαμόρφωση», αναφέρθηκε.
Σημειώθηκε ακόμη με ιδιαίτερη ανησυχία ο υψηλός δείκτης «αδυναμίας ανταπόκρισης», του οποίου τα επίπεδα προμηνύουν υψηλές ανάγκες για επενδυτικές δαπάνες τα επόμενα χρόνια προς αντιμετώπιση του φυσικού ρίσκου κλιματικής αλλαγής.
«Τέτοιες δαπάνες απουσιάζουν σε σημαντικό βαθμό, τόσο από την Εθνική Στρατηγική για την Ενέργεια και το Κλίμα, της οποία την ανεπάρκεια επαναλαμβάνουμε, συμφωνώντας με τις παρατηρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όσο και στον επενδυτικό σχεδιασμό του Π/Υ και του ΜΔΠ», τονίστηκε.
«Η αστοχία στον εθνικό προγραμματισμό για το κλίμα αξίζει ιδιαίτερης αναφοράς. Πρέπει να τονιστεί πως η Κύπρος βρίσκεται «εκτός τροχιάς» όσον αφορά στους στόχους του effort sharing, και, ενώ «έχει υψηλό βαθμό τρωτότητας στην κλιματική αλλαγή, οι πολιτικές και μέτρα για την εθνική προσαρμογή είναι ανεπαρκή», επεσήμανε το συμβούλιο.
Πέρα από τα μέτρα για αντιμετώπιση του φυσικού ρίσκου, συμπλήρωσε, «σύμφωνα με την ίδια ανάλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, απουσιάζουν και μέτρα ασφάλισης και αντασφάλισης κατά των φυσικών καταστροφών ή των ζημιών που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή. Οι επιπτώσεις, εκτός από οικονομικές, αναμένεται πως θα έχουν και σημαντική κοινωνική διάσταση».
Ταυτόχρονα, το συμβούλιο χαιρέτισε την πρόθεση του Υπουργείου Οικονομικών να περιλάβει με ρητό τρόπο την εκτίμηση της κλιματικής αλλαγής στις προβλέψεις και τους σχεδιασμούς του, αρχίζοντας από τον Π/Υ 2026 και ΜΔΠ 2026-2028. Ωστόσο, υπέδειξε, «η ανεπάρκεια είναι σημαντικά μεγαλύτερη ως προς την αντιμετώπιση του φυσικού ρίσκου, όπου πολύ πιθανόν να απαιτηθούν στο σύντομο μέλλον μεγάλες επενδυτικές δεσμεύσεις από πλευράς της Δημοκρατίας».
Η παρατεταμένη ανομβρία με συνέπεια ελλείψεις σε νερό και η επιδείνωση των κλιματικών συνθηκών, καταγράφηκαν επίσης από το Συμβούλιο Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας μεταξύ των κινδύνων που αντιμετωπίζει η οικονομία.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας του συμβουλίου, υψηλότερο δείκτη κινδύνου (συνδυαστικός δείκτης πιθανότητας κινδύνου και σοβαρότητας συνεπειών – risk index) παρουσιάζει ο κίνδυνος «παρατεταμένη ανομβρία με συνέπεια ελλείψεις σε νερό» με το δείκτη να φτάνει στο 85%. Η ανησυχία για το ζήτημα αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, με την πιθανότητα εμφάνισης να ανέρχεται στο 88% και τη σοβαρότητα των συνεπειών στο 82%. Ο κίνδυνος εκτιμάται ότι θα εμφανιστεί σε άμεσο ορίζοντα (0-2 χρόνια).
Υψηλή κατάταξη στην αξιολόγηση των κινδύνων λαμβάνει και φέτος ο κίνδυνος «επιδείνωση των κλιματικών συνθηκών», ο οποίος αξιολογείται με δείκτη κινδύνου 82% (85% πιθανότητα να επισυμβεί και υψηλή σοβαρότητα συνεπειών 79%). Εντούτοις, δεν θεωρείται άμεσος κίνδυνος χρονικά, αλλά τοποθετείται σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα (5-10 χρόνια).