Η εύκολη απάντηση απέναντι στο αίτημα των πολιτών για πραγματική ανάληψη πολιτικής ευθύνης, ιδίως μετά από καταστροφές όπως οι πρόσφατες πυρκαγιές στην ορεινή Λεμεσό, είναι η συχνή επίκληση των «διαχρονικών παθογενειών» του κράτους εν είδει «άλλοθι». Όχι ότι μια τέτοια διαπίστωση δεν ισχύει, αλλά πάντως δεν λύνει από μόνη της το πρόβλημα. Ανάλογες διαπιστώσεις καταγράφονται, για παράδειγμα, στην Ελλάδα, όπου η φράση «παραλάβαμε καμένη γη» αποτέλεσε σχεδόν πολιτική παράδοση. Ακόμη και όταν η εκάστοτε κυβέρνηση είχε μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση που κατάγγελλε, η επίκληση του παρελθόντος λειτουργούσε ως εργαλείο πολιτικής αυτοπροστασίας.
Το ουσιαστικό ερώτημα, ωστόσο, δεν είναι ποιος φταίει, αλλά ποιος θα αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη διόρθωση των στρεβλώσεων. Η επίρριψη ευθυνών στο παρελθόν, χωρίς συνοδευτικές πράξεις στο παρόν, δεν μπορεί να αποτελέσει μόνιμη στρατηγική. Οι πολίτες δεν αρκούνται πλέον στην καταγραφή προβλημάτων, αλλά η σύγχρονη κυπριακή κοινωνία έχει αποδείξει ότι απαιτεί χειροπιαστά αποτελέσματα, με σαφή και μετρήσιμη πρόοδο.
Η εποχή της «σιωπής» μέχρι να ξεχαστεί μια υπόθεση έχει παρέλθει. Η διάχυτη πληροφόρηση και η ταχύτητα διάδοσης ειδήσεων έχουν καταστήσει ανέφικτη τη στρατηγική της αδράνειας. Τα κοινωνικά δίκτυα, τα Μέσα Ενημέρωσης και η αυξημένη κριτική σκέψη του κοινού δημιουργούν ένα περιβάλλον διαρκούς αξιολόγησης της εξουσίας.
Στο νέο αυτό πολιτικό τοπίο, η ανάληψη ευθύνης δεν μπορεί να περιορίζεται σε ρητορικό επίπεδο ή σε θεσμικές έρευνες. Χρειάζονται όλων των λογιών οι έρευνες, αλλά από μόνες τους δεν αλλάζουν μια παγιωμένη κουλτούρα που ευνοεί την κακοδιαχείριση. Απαιτούνται, ως εκ τούτου, σαφείς πολιτικές, θεσμικές τομές και μηχανισμοί παρακολούθησης της υλοποίησής τους. Η επικοινωνία εξακολουθεί να έχει σημασία, αλλά όχι ως αυτοσκοπός, καθώς τα λόγια χωρίς πράξεις δεν πείθουν και δεν συγκινούν, ιδιαίτερα στη σύγχρονη εποχή όπου οι κοινωνίες έχουν μάθει να αναγνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στην ειλικρίνεια και την πολιτική σκοπιμότητα.
Η πολιτική ηγεσία, ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης, καλείται να ανταποκριθεί σε μια αυξημένη απαίτηση για διαφάνεια και αποτελεσματικότητα. Οι πολίτες αναμένουν όχι μόνο διάγνωση των προβλημάτων, αλλά και εφαρμογή λύσεων που θα αντέξουν στον χρόνο. Διαφορετικά, ο πολιτικός διάλογος θα συνεχίσει να ανακυκλώνεται γύρω από την «καμένη γη» του παρελθόντος, χωρίς ποτέ να χτίζεται το μέλλον που αξιώνουν οι πολίτες.