Η γοητεία του σκληροπυρηνικού δόγματος ότι «το κλειδί είναι στην Άγκυρα» βρίσκεται στην ευκολία του. Αν πιστεύεις με όλο σου το είναι ότι η Άγκυρα δεν θα δεχτεί ποτέ λύση, μπορείς να κάθεσαι ήσυχος. Και δεν χρειάζεται δα και καμία ικανότητα. Κάθε αδιέξοδο, κάθε αρνητική δήλωση από Τούρκο αξιωματούχο, έρχεται να επιβεβαιώσει την «προφητεία» σου. Δεν είναι ανάγκη να ρισκάρεις την καριέρα σου, να προτείνεις λύσεις, να σπάσεις αδιέξοδα, δεν χρειάζεται καν να σκεφτείς. Χαλαρά παιδιά, όλα ΟΚ… το κλειδί είναι στην Τουρκία.
Εκτός από βολική όμως, αυτή η ατάκα εμπεριέχει και την πολιτική μας ανωριμότητα. Όταν φταίει μόνο κάποιος άλλος, είτε εσύ δηλώνεις άσχετος με την υπόθεση ή δεν έχεις τη διάθεση να αναλάβεις ευθύνη πέραν από τα απαραίτητα, κάτι εξαγγελίες και ψηφίσματα. Παραιτείσαι από το να διαμορφώσεις επιθετική στρατηγική με μετρήσιμους στόχους, περιορίζεσαι στο να «παρακολουθείς» και να σχολιάζεις ένα ματς στο οποίο η μπάλα βρίσκεται πάντα «στο άλλο γήπεδο». Και, το χειρότερο, χάνεις την αξιοπιστία σου διεθνώς: μια πλευρά που εμφανίζεται διαρκώς ως παθητικό θύμα, δύσκολα γίνεται πιστευτή ότι επιθυμεί λύση.
Το διαχρονικό παράδοξο της κυπριακής πολιτικής είναι να δηλώνεις ότι το κλειδί για τη λύση βρίσκεται στην Τουρκία και να εξαντλείς όλο σου το πάθος, ενέργεια και ρητορική δεινότητα σε εθνικά μνημόσυνα και αντικατοχικές εκδηλώσεις. Αυτή η τακτική, προσφιλής σε όλα τα κόμματα, επιτρέπει σε ομιλητές να στέκονται στο μικρόφωνο και να απαγγέλλουν το ποίημα: Αγαπητέ κυπριακέ λαέ, «το κλειδί είναι στην Άγκυρα» και καληνύχτα σας.
Τουτέστιν, αναπαραγωγή μόνον της στασιμότητας, που μέσα στο comfort zone του Κυπριακού, γίνεται αυτοσκοπός. Αλλά. Για εμάς, τους πρόσφυγες από τον βορρά της Κύπρου, αυτή η άνεση δυστυχώς δεν είναι επιλογή. Πληρώσαμε ακριβά την εθνικιστική εγκληματική ανοησία για να μάθουμε τι κοστίζει ο πόλεμος.
Την προηγούμενη μέρα της δεύτερης φάσης της εισβολής, τέτοιες μέρες δηλαδή, κάναμε τις τελευταίες ανέμελες βουτιές μπροστά στο ξενοδοχείο Florida στην παραλία της Αμμοχώστου και βρεθήκαμε πρόσφυγες στην Άχνα. Να ξέρετε, είμαστε οι πρώτοι που «δεν ξεχνούν», που διανύσαμε πολύ δρόμο για να καταλάβουμε πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή από τον συμβιβασμό, που του φυσάμε και δεν κρυώνει γιατί και περάσαμε και εξακολουθούμε να περνάμε πολύ δύσκολα.
Η απογοήτευση είναι ακόμη πιο μεγάλη όταν οι ηγέτες του τόπου στηρίζουν τη διχόνοια με τους απέναντι αλλά και μεταξύ μας. Που η κατάσταση θυμίζει δεκαετία του ’80 όταν δεν χωρούσε διαφορετική οπτική, που η δημοκρατία μοιάζει να περιορίζεται ξανά σε μία άποψη. Και όσο λιγοστεύει η δημοκρατία, τόσο μικραίνει η ελπίδα. Κι ενώ επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά πως «το κλειδί είναι στην Τουρκία», βλέπουμε δικές μας πολιτικές να απομακρύνονται από την ουσία της συμφιλίωσης και να τροφοδοτούν την καχυποψία.
Σε εμάς που καθόμαστε στην πλαστική καρέκλα της αντικατοχικής, η υποκρισία του να μιλάς για ειρήνη, ενώ βαθαίνεις το χάσμα, είναι εξοργιστική. Ναι μόνο εμείς κτυπάμε κάρτα στις εκδηλώσεις γιατί μόνο εμείς αγωνιούμε για την μέρα που οι μάνες των αγνοουμένων δεν θα είναι εκεί στις καρέκλες και κανείς δεν θα ασχολείται πια με το 1974. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, όταν οι επέτειοι ξύνουν τις πληγές, η άνεση των άλλων γίνεται το δικό μας μαρτύριο. Για κάποιους, το αδιέξοδο είναι σταθερή αξία, για εμάς, είναι άλλη μια χρονιά χωρίς επιστροφή, άλλη μια χρονιά που η διχοτόμηση παγιώνεται.
Αν λοιπόν δεν σας νοιάζει ότι η ένταση δηλητηριάζει κάθε ελπίδα για ειρήνη, αν δεν καταλαβαίνετε ότι δεν είναι συμβατή η βούληση για συμβιβασμό με την άρνηση για οικοδόμηση εμπιστοσύνης κι αν δεν βλέπετε καν τη μεγάλη εικόνα της απειλής του εθνικιστικού εξτρεμισμού και της αυταρχικότητας, τότε τουλάχιστον σκεφτείτε εμάς, τους πρόσφυγες. Είμαστε κι εμείς ψηφοφόροι και θυμόμαστε ποιοι μας κοροϊδεύουν στα μούτρα μας, ποιοι αντιμετωπίζουν το μέλλον μας ως αναλώσιμο.