Η Κύπρος είναι ένα νησί που διαφημίζεται ως «ήλιος και θάλασσα», με φυσική ομορφιά που εντυπωσιάζει. Κι όμως, αν κοιτάξει κανείς τις πόλεις της, δύσκολα θα βρει κάτι που να θυμίζει μεσογειακή γοητεία ή πράσινη ταυτότητα. Οι αστικές μας περιοχές πνίγονται στο τσιμέντο, με πολυκατοικίες που υψώνονται άναρχα, με δρόμους πλατύτερους από τις λεωφόρους της Ευρώπης, με ελάχιστους δημόσιους χώρους και ακόμη λιγότερη σκιά. Η «ανάπτυξη» μεταφράστηκε για δεκαετίες σε άσφαλτο, πάρκινγκ και κουτιά από μπετόν, χωρίς όραμα και χωρίς σχέδιο. Το αποτέλεσμα είναι πόλεις αφιλόξενες για τον άνθρωπο, για το περιβάλλον και για το ίδιο το μέλλον τους.
Οι τσιμεντένιες πόλεις δεν είναι απλώς αισθητικό πρόβλημα. Είναι κοινωνικό και οικολογικό αδιέξοδο. Σε μια εποχή όπου η κλιματική κρίση χτυπά με καύσωνες, οι πόλεις της Κύπρου γίνονται φούρνοι. Μετρήσεις δείχνουν ότι η θερμοκρασία στους δρόμους της Λευκωσίας μπορεί να είναι 5-7 βαθμούς υψηλότερη από τα προάστια, λόγω του φαινομένου της «αστικής θερμικής νησίδας». Το τσιμέντο και η άσφαλτος απορροφούν και επανεκπέμπουν θερμότητα, ενώ η έλλειψη δέντρων στερεί τη φυσική σκιά και δροσιά. Σε συνθήκες καύσωνα, αυτό σημαίνει όχι μόνο δυσφορία, αλλά και πραγματικό κίνδυνο για την υγεία.
Η κατάσταση στις κυπριακές πόλεις επιβαρύνεται και από την παντελή απουσία σοβαρών δημόσιων συγκοινωνιών. Ο κάτοικος της Λευκωσίας ή της Λεμεσού εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από το αυτοκίνητο. Αυτό σημαίνει περισσότερη κυκλοφοριακή συμφόρηση, περισσότερες εκπομπές, μεγαλύτερη ζήτηση για πάρκινγκ, άρα περισσότερο τσιμέντο. Είναι ένας φαύλος κύκλος που κάνει τις πόλεις μας πιο αφιλόξενες, πιο μολυσμένες, πιο θορυβώδεις.
Η εικόνα ολοκληρώνεται από την έλλειψη πράσινων χώρων. Όπου υπάρχουν πάρκα, είναι συχνά μικρά, παραμελημένα, χωρίς ουσιαστική σκίαση ή υποδομές. Στη Λευκωσία, ο Πεδιαίος ποταμός θα μπορούσε να είναι ένας πράσινος διάδρομος ζωής που διασχίζει την πόλη αλλά αντί αυτού, είναι αποκομμένος, σε σημεία μπαζωμένος και σε άλλα εγκαταλελειμμένος. Η Λεμεσός, παρά τη ραγδαία της ανάπτυξη, διαθέτει ελάχιστο πράσινο σε σχέση με τον πληθυσμό της. Στη Λάρνακα, το παραλιακό μέτωπο γίνεται συνεχώς αντικείμενο εκμετάλλευσης με κτήρια και εμπορικά κέντρα. Όπου υπάρχει ελεύθερη γη, η λογική του real estate προηγείται της κοινωνικής ανάγκης.
Αυτή η αστική πραγματικότητα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η αλλαγή είναι αναγκαία και επείγουσα. Οι πόλεις της Κύπρου πρέπει να γίνουν ξανά ανθρώπινες, βιώσιμες και ανθεκτικές. Αυτό δεν είναι ουτοπία· είναι προϋπόθεση επιβίωσης. Χρειάζονται ριζικές παρεμβάσεις που να σπάνε τη λογική του «τσιμέντο παντού».
Πρώτον, χρειάζεται μαζική δενδροφύτευση και ουσιαστική προστασία του αστικού πρασίνου. Όχι απλά διακοσμητικά παρτέρια, αλλά μεγάλα δέντρα που προσφέρουν σκιά και μειώνουν τη θερμοκρασία. Οι δήμοι οφείλουν να θέσουν ποσοτικούς στόχους για πράσινο ανά κάτοικο και να τους εφαρμόσουν.
Δεύτερον, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις δημόσιες συγκοινωνίες, με συχνά δρομολόγια, λεωφορειολωρίδες, συνδέσεις που διευκολύνουν την καθημερινή χρήση. Η ποδηλασία και το περπάτημα πρέπει να γίνουν ασφαλείς επιλογές, με υποδομές και όχι με ευχολόγια. Όσο παραμένουμε δέσμιοι του αυτοκινήτου, το τσιμέντο θα κυριαρχεί.
Τρίτον, οι πόλεις πρέπει να αποκτήσουν νέους δημόσιους χώρους: πλατείες, πάρκα, χώρους πολιτισμού και κοινωνικής ζωής. Στην Κύπρο μάθαμε να ζούμε «μέσα» στο σπίτι, στο εμπορικό κέντρο, στο αυτοκίνητο. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Η πόλη ανήκει στους πολίτες, όχι στους developers.
Τέλος, απαιτείται μια νέα πολεοδομική κουλτούρα. Αντί για ουρανοξύστες που προβάλλονται ως «σύγχρονη εικόνα», χρειαζόμαστε κτήρια βιοκλιματικά, προσαρμοσμένα στο μεσογειακό κλίμα. Αντί για σπατάλη ενέργειας και υλικών, χρειαζόμαστε αρχιτεκτονική που σέβεται τον τόπο. Η αλλαγή δεν είναι απλώς τεχνικό ζήτημα· είναι πολιτικό και πολιτισμικό.
Η Κύπρος μπορεί να συνεχίσει στον δρόμο του τσιμέντου ή να επιλέξει το μονοπάτι της ανθεκτικότητας. Η πρώτη επιλογή οδηγεί σε πόλεις αφόρητες, σε κοινωνίες κατακερματισμένες, σε περιβάλλον κατεστραμμένο. Η δεύτερη ανοίγει τον δρόμο για βιώσιμη ανάπτυξη, καλύτερη ποιότητα ζωής, πραγματική ταυτότητα. Η επιλογή είναι δική μας , αλλά ο χρόνος λιγοστεύει.