Χρόνια πολλά πάνε που κατάλαβα πως τους ανθρώπους τούς μαγνητίζει οτιδήποτε μεταφυσικό ή απόκοσμο. Ειδικά τα ουράνια σώματα που μαγεύουν με το σκότος που τα περιβάλλει. Όπου μυστήριο να και οι άνθρωποι να το κυνηγούν.
Έτσι έγινε και προψές όπου σε κάθε γωνιά της Κύπρου είχαν στηθεί χιλιάδες άνθρωποι για να απολαύσουν το ματωμένο φεγγάρι της 7ης Σεπτεμβρίου.
Πολύ τυχεροί στάθηκαν όσοι βρέθηκαν στο Πλανητάριο Κύπρου, δίπλα από τη Μητρόπολη Ταμασού, όπου από το αμφιθέατρο με τα τηλεσκόπια απόλαυσαν την αιματοβαμμένη Σελήνη. Τυχεροί όχι για αυτό μόνο αλλά γιατί ακριβώς τη στιγμή της έναρξης της έκλειψης ξεκινούσε στα 400 μέτρα μια συναυλία με τραγούδια από την κυπριακή ντοπιολαλιά και έφτανε μέχρι την Ελλάδα. Ένας «μουσικός περίπατος» από τη Κύπρο στην Ελλάδα. Από το «Ασιερόμπασμα» στη «Δροσούλα» του Αχ. Λυμπουρίδη και την «Τριανταφυλλιά» του Μάριου Τόκα στο «Φεγγάρι κάνει βόλτα» του Μίκη Θεοδωράκη και το «Βάλε τ’ άσπρα σου» του Μ. Λοΐζου. Εξαιρετικοί οι ερμηνευτές: Ανδρέας Ελεσνιτσάλης -Λίζα Θεοφάνους – Δημήτρης Μεσημέρης – Πάρης Παράσχος – Κατερίνα Παράσχου – Λευτέρης Πιτσιλλίδης. Συνόδευσε το 7μελές μουσικό σχήμα Ορφέας και χορηγία του Ιδρύματος «Πανίκος Χατζηχαμπής» σε ενορχηστρώσεις και επιμέλεια από τον Άδμητο Πιτσιλλίδη. Δίδυμο καταπληκτικό γεγονός! Και συναυλία και έκλειψη της Σελήνης. Ταυτόχρονα! Από το διαδίκτυο βρήκα ένα σπουδαίο κείμενο για το φεγγάρι. Είναι του Φειδία Χατζηχαραλάμπους και αξίζει να του δώσετε προσοχή!
«Το φεγγάρι δεν ζητάει να το κοιτάξουμε· δεν χρειάζεται κοινό. Από πάντα φώτιζε χωρίς να περιμένει χειροκρότημα, χωρίς να θέλει να αποτυπωθεί σε εικόνα. Εμείς, όμως, ζώντας σε έναν κόσμο που καταναλώνει το ίδιο του το βλέμμα, δεν μπορούμε να σταθούμε γυμνοί μπροστά στην εμπειρία. Θέλουμε απόδειξη ότι είδαμε, πιστοποίηση ότι ζήσαμε.
Κι όμως, η στιγμή που βγάζουμε από την τσέπη το κινητό είναι η στιγμή που παύουμε να ζούμε. Το βίωμα μετατρέπεται σε αρχείο, η μνήμη σε δεδομένο. Αν δεν το μοιραστούμε, νομίζουμε ότι χάνεται· κι όμως, η αλήθεια είναι το αντίθετο: το μοιραζόμενο ξεθωριάζει, ενώ το βιωμένο μένει.
Ίσως τελικά το φεγγάρι δεν ματώνει στον ουρανό αλλά το μέσα μας: πληγώνεται η ικανότητά μας να είμαστε απλοί θεατές του κόσμου, χωρίς φίλτρα, χωρίς φακούς, χωρίς "ανέβασμα".
Δυστυχώς ούτε εγώ ξεφεύγω· το ίδιο χέρι που γράφει είναι το χέρι που σπεύδει να απαθανατίσει. Κι ίσως κάθε λέξη που αφήνω να ’ναι ένας μικρός εξορκισμός, μια ικεσία προς το φεγγάρι να με συγχωρήσει που το αντάλλαξα με μια εικόνα. Μα εκείνο συνεχίζει να φωτίζει σιωπηλό και αδιάφορο· όχι για να με λυτρώσει αλλά για να μου θυμίζει πόσο ανελέητα φτωχή έχει καταντήσει η ματιά μου».