Είναι δύσκολο να περιμένεις ώρες στην ουρά στην πύλη διέλευσης. Προκαλεί κατάθλιψη. Ο πολύ αγαπητός μου φίλος Ζεκί Μπεσίκτεπελι μάς άφησε μια μέρα λόγω αυτής της ουράς. Δεν άντεξε η καρδιά του. Αφού αναγκάστηκε να περιμένει για πολύ μακρό χρονικό διάστημα στο αυτοκίνητό του, αδιαθέτησε μόλις πέρασε στον βορρά. Τηλεφώνησε στους οικείους του για βοήθεια. Όμως, ήταν αργά πλέον. Ήταν ένας από τους σπάνιους ανθρώπους αυτού του νησιού. Δεν μπόρεσα να συνηθίσω την απουσία του.
Ναι, κλιμακώθηκε ακόμα πιο πολύ αυτό το βάσανο τελευταίως. Παρά ταύτα, μου φαίνεται πως πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι για την κατάστασή μας. Τουλάχιστον δεν είμαστε στη φυλακή. Μπορεί να ήμασταν και στη φυλακή. Καθώς περιμένετε στην ουρά, μήπως σκέφτεστε ότι περιμένουν στη φυλακή τόσο καιρό οι πέντε Ελληνοκύπριοι αδελφοί μας; Θα ήθελα να δω πώς νιώθουν και γι’ αυτούς την ίδια οργή όσοι εξοργίζονται γι’ αυτή την ουρά. Ίσως να οργίζεστε και εσείς γι’ αυτό, όμως τα κόμματα στα οποία είστε μέλη, οι οργανώσεις κα οι συντεχνίες σας σιωπούν. Μήπως τους ζητάτε να λογοδοτήσουν; Δεν είδα και δεν άκουσα να ζητάτε κάτι τέτοιο. Δεν είδα ο υποψήφιός σας να υπερασπίζεται έστω και μία φορά εκείνους τους αθώους ανθρώπους που στερήθηκαν της ελευθερίας τους. Όμως, τον χειροκροτείτε. Δεν σας στενοχωρεί καθόλου να ψηφίζετε έναν υποψήφιο τόσο αναίσθητο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, έτσι δεν είναι; Τότε, μην παραπονιέστε γι’ αυτή την ουρά.
Πάλι πήγα στη φυλακή τις προάλλες. Για να επισκεφθώ έναν φίλο μου που πιστεύω πως οπωσδήποτε είναι αθώος. Ουσιαστικά αυτές είναι από τις πιο απαίσιες επισκέψεις. Στο τέλος φεύγεις εσύ. Αυτός μένει. Ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους. Στο μεταξύ, έμαθα νέα πράγματα που δεν ήξερα. Τα μονά δωμάτια είναι των δεκατεσσάρων ατόμων, λέει. Υπάρχουν και κάποια που είναι των οκτώ ατόμων. «Ήταν καλύτερα στις παλιές φυλακές», είπε ο φίλος μου. Πριν, σε κάθε κελί υπήρχαν 5-6 δωμάτια και σε κάθε δωμάτιο έμεναν έξι άτομα. Τα κρεβάτια δεν ήταν κουκέτες. Εγώ ήμουν τυχερός τελικά. Είχα μείνει εκεί. Στις νέες φυλακές υπάρχουν και 28 δωμάτια του ενός ατόμου, λέει. Και σε κάθε ένα από αυτά τα δωμάτια υπάρχει μπάνιο, τουαλέτα και τηλεόραση, λέει. Είμαι περίεργος πράγματι. Για ποιους είναι αυτά;
Θαυμάζω τον Ρόμπερτ ντε Νίρο. Λέει το εξής: «Αν θέλετε να γίνετε κάτι, να γίνετε αληθινοί και έντιμοι. Δεν υπάρχει πολύς ανταγωνισμός σε αυτή την πορεία». Ναι, δεν υπάρχει! Μήπως αυτή είναι η εποχή των διπλοπρόσωπων, των ψευτών και των ανθρώπων που δεν αποδίδουν αξία στην αξιοπρέπεια; Όμως, σοφοί και συγγραφείς που έζησαν εκατοντάδες χρόνια πριν λένε το ίδιο πράγμα. Δηλαδή, σημαίνει πως και τότε ήταν η ίδια εποχή. Τότε δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε αυτό χαρακτηριστικό του δικού μας καιρού, έτσι δεν είναι; Ακόμα περιφέρονται ανάμεσά μας οι καλοί και οι κακοί του Ομήρου. Οι συνωμότες του Σαίξπηρ. Ο Γιάννης Αγιάννης του Βίκτωρος Ουγκώ. Μόνο τον Ρασκόλνικοφ του Ντοστογιέφσκι δεν συνάντησα πουθενά μέχρι τώρα. Σκότωσε με μπαλτά δύο ηλικιωμένες αντιπαθητικές γυναίκες ενεχυροδανειστές. Και βασανιζόταν με απίστευτες τύψεις συνειδήσεως. Προσβλήθηκε από τρομερή παράνοια. Υποψιαζόταν πως ήταν αστυνομικοί όλοι που περπατούσαν τυχαία πίσω του στον δρόμο. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, λουζόταν στον ιδρώτα. Η Αστυνομία ήξερε ότι εκείνος τις σκότωσε, όμως δεν μπορούσε να τον συλλάβει. Ο αστυνομικός επιθεωρητής που τον επισκέφθηκε στο φτωχικό δωμάτιο στο οποίο έμενε, του είπε: «Ξέρουμε τον δολοφόνο, όμως δεν θα τον συλλάβουμε. Αυτός ο δολοφόνος δεν μοιάζει με τους άλλους. Μια μέρα θα έρθει μόνος του, θα ομολογήσει και θα παραδοθεί». Και έγινε ακριβώς αυτό που είπε. Πήγε μόνος του στον αστυνομικό σταθμό, είπε «εγώ τις σκότωσα» και παραδόθηκε. Δεν συνάντησα έναν τέτοιο στην ιστορία μας και δεν νομίζω ότι θα συναντήσω. Όμως, δεν έχω απολύτως καμία αμφιβολία ότι στην Κύπρο ζούμε το σύνδρομο του Ρασκόλνικοφ. Ναι, δεν ομολογούμε, όμως είμαστε ένοχοι. Και η ομολογία μας δεν αρκεί για να καλύψει την ενοχή μας. Η στρατιωτική επιχείρηση του 1974 κρέμασε στο σβέρκο μας ένα τόσο βαρύ έγκλημα που ανησυχούμε πως μια μέρα θα πληρώσουμε το τίμημα γι’ αυτό. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θέλουμε να μην φύγει ποτέ από εδώ ο τουρκικός στρατός και να μας προστατεύει πάντα. Άλλωστε, η κοινότητά μας εμβολιάστηκε για τα καλά με την άποψη ότι δεν θα μπορέσουμε να υπάρξουμε χωρίς την Τουρκία. Ξέρουμε ότι κλέψαμε κάτι που δεν δικαιούμαστε. Δεν ωφελεί και πολύ η παρηγοριά ότι «όμως και εκείνοι έκαναν σε εμάς».
Έχει δίκαιο ο Ρόμπερτ ντε Νίρο. Δεν υπάρχει ανταγωνισμός στην πορεία για καλοσύνη και εντιμότητα. Μήπως υπάρχει κάποιος που θέλει να κοπιάσει;