Η διεθνής πολιτική δεν εξαντλείται σε δημόσιες δηλώσεις και σε επίσημα ανακοινωθέντα. Στις αίθουσες των συνόδων κορυφής, αλλά κυρίως στο παρασκήνιο, οικοδομούνται σχέσεις ισχύος που σπάνια γίνονται άμεσα αντιληπτές. Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι αναφορές για μια πιθανή αμερικανορωσική συνεννόηση, άτυπη και ανεπίσημη, που θα μπορούσε να επηρεάσει αποφασιστικά την Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο. Οι πληροφορίες αυτές δεν αποτελούν αποδείξεις, αλλά συνδυάζουν γεγονότα που έχουν επιβεβαιωθεί, παρασκηνιακές εκτιμήσεις που δημοσιεύονται σε σοβαρά Μέσα και δεξαμενές σκέψης, και φήμες που παραμένουν, όμως, αναπόδεικτες. Ωστόσο, η επιμονή που επανέρχονται, σε συνδυασμό με την ιστορική εμπειρία από ανάλογες «συμφωνίες σφαιρών επιρροής», δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου το σενάριο δεν μπορεί να απορριφθεί εκ των προτέρων.
Γεγονός είναι ότι Ηνωμένες Πολιτείες και Ρωσία, παρά τη ρήξη που έχει προκαλέσει η εισβολή στην Ουκρανία, διατηρούν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας. Μετά την πρόσφατη συνάντηση Τραμπ-Πούτιν, Ουάσινγκτον και Μόσχα παραδέχονται ότι η επικοινωνία συνεχίζεται, και επίσης συνεχίζονται «τεχνικού» χαρακτήρα συνομιλίες για ζητήματα όπως η πυρηνική ασφάλεια, ο έλεγχος εξοπλισμών και η ανθρωπιστική βοήθεια. Παράλληλα, ευρωπαϊκές πηγές που επικαλείται ο ιστότοπος EUobserver παραδέχονται ότι στο περιθώριο συνόδων της G20 υπάρχουν άτυπες επαφές συμβούλων των δύο πλευρών. Αυτά τα στοιχεία συνιστούν απτά δεδομένα, όχι εικασίες, και δείχνουν ότι το κανάλι, όσο στενό κι αν είναι, παραμένει ενεργό.
Σε δεύτερο επίπεδο, υπάρχουν αναλύσεις και παρασκηνιακές πληροφορίες που αφήνουν να εννοηθεί ότι αυτές οι συζητήσεις ίσως να μην περιορίζονται σε ζητήματα διαδικαστικού χαρακτήρα. Η Middle East Eye, επικαλούμενη Ευρωπαίους διπλωμάτες, υποστηρίζει ότι έχουν τεθεί στο τραπέζι σενάρια «παγώματος» της σύγκρουσης στην Ουκρανία, με αντάλλαγμα μια πιο περιορισμένη ρωσική παρουσία στη Μέση Ανατολή. Αντίστοιχες εκτιμήσεις φιλοξενούνται και σε μελέτες του Council on Foreign Relations, που σημειώνει ότι η Ουάσινγκτον μπορεί να βρεθεί μπροστά στο δίλημμα ανάμεσα στη διατήρηση της σκληρής στάσης έναντι της Μόσχας και στην αναζήτηση ενός ρεαλιστικού συμβιβασμού που θα της επιτρέψει να επικεντρωθεί περισσότερο στον στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα. Παράλληλα, το RAND Corporation επισημαίνει σε πρόσφατη έκθεσή του ότι η πλήρης ανακατάληψη όλων των κατεχόμενων περιοχών από την Ουκρανία φαντάζει εξαιρετικά δύσκολη χωρίς τεράστια στρατιωτική κλιμάκωση, κάτι που ούτε η Ουάσινγκτον, ούτε οι Ευρωπαίοι εταίροι της εμφανίζονται πρόθυμοι να αναλάβουν. Τέτοιες εκτιμήσεις δεν ισοδυναμούν με επιβεβαίωση συμφωνίας, καταδεικνύουν, όμως, ότι στο δυτικό στρατόπεδο υπάρχει προβληματισμός για μια πιθανή αλλαγή στρατηγικής.
Πέρα από αυτά, κυκλοφορούν και φήμες, κυρίως σε Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και σε ορισμένα περιθωριακά δίκτυα πληροφόρησης, που κάνουν λόγο για «προσχέδιο συμφωνίας» ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία, που «προβλέπει» αμοιβαία αναγνώριση σφαιρών επιρροής. Οι αναφορές αυτές, που αποδίδονται σε κύκλους μυστικών υπηρεσιών, δεν έχουν κάποια ανεξάρτητη επιβεβαίωση, ενώ οι κυβερνήσεις και των δύο χωρών τις διαψεύδουν κατηγορηματικά. Αναλυτές του Atlantic Council έχουν προειδοποιήσει ότι τέτοια σενάρια μπορεί να αποτελούν εργαλεία προπαγάνδας, είτε από τη Μόσχα για να ενισχύσει την εικόνα της ως ισότιμης υπερδύναμης, είτε ακόμη και από την Ουάσινγκτον για να πιέσει τους Ευρωπαίους να αναλάβουν μεγαλύτερο μερίδιο στην υποστήριξη της Ουκρανίας. Εδώ η διάκριση είναι σαφής. Οι φήμες υπάρχουν, όμως, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν ως πραγματικότητα.
Η ουκρανική κρίση βρίσκεται, φυσικά, στο επίκεντρο του πιθανού αυτού γεωπολιτικού παζαριού. Για τη Μόσχα, η Ουκρανία είναι θέμα υπαρξιακής ασφάλειας και ιστορικής ταυτότητας. Το Κρεμλίνο επιδιώκει να παγιώσει την κυριαρχία του στην Κριμαία και να κατοχυρώσει τον έλεγχο περιοχών όπως το Ντονμπάς, ακόμη και με τίμημα παρατεταμένη διεθνή απομόνωση. Από την πλευρά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθούν να δηλώνουν δημοσίως, όπως τόνισε και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν, ότι «η εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας δεν είναι διαπραγματεύσιμη». Ωστόσο, η σιωπηρή συζήτηση για σενάρια παγώματος της σύγκρουσης δείχνει ότι σε επίπεδο στρατηγικής σχεδίασης δεν αποκλείεται να εξετάζονται εναλλακτικές λύσεις που αποκλίνουν από τη ρητορική.
Η Μέση Ανατολή και η Ανατολική Μεσόγειος προβάλλουν ως το πιθανό αντάλλαγμα μιας τέτοιας συμφωνίας. Η αμερικανική παρουσία στην περιοχή, που εκτείνεται από το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία έως την Κύπρο και την Ελλάδα, έχει διπλή διάσταση, στρατιωτική και ενεργειακή. Η στρατηγική σημασία του φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου και η ασφάλεια του Ισραήλ καθιστούν την περιοχή κρίσιμη για την Ουάσινγκτον. Σενάρια που έχουν δει το φως της δημοσιότητας μιλούν για πιθανή αποδοχή εκ μέρους της Μόσχας μιας αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας στην περιοχή, εφόσον εξασφαλίσει την επιρροή της στην Ουκρανία. Ορισμένοι μάλιστα θεωρούν ότι η μείωση της ρωσικής εμπλοκής στη Συρία θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος μιας τέτοιας συμφωνίας, αν και Ρώσοι αναλυτές που φιλοξενούνται σε ανεξάρτητα Μέσα, όπως η Novaya Gazeta Europe, υποστηρίζουν ότι η Συρία είναι για τη Μόσχα θεμέλιο της στρατηγικής της παρουσίας στη Μέση Ανατολή και δύσκολα θα εγκαταλειφθεί.
Σ’ αυτό το περίπλοκο πλέγμα σχέσεων παρεμβαίνουν και ενδιάμεσοι παίκτες. Η Τουρκία, με τις ιδιόμορφες σχέσεις που διατηρεί και με τις δύο υπερδυνάμεις, συχνά λειτουργεί ως άτυπος μεσολαβητής, ενώ το Ισραήλ, εξαρτημένο από την αμερικανική στρατιωτική στήριξη, αλλά ταυτόχρονα σε ανάγκη διατήρησης διαύλου με τη Ρωσία για τη Συρία, παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις. Η Κύπρος, με τον διπλό ρόλο της ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στρατηγικό σημείο στην Ανατολική Μεσόγειο, ανησυχεί ότι μια τέτοια αμερικανορωσική συνεννόηση θα μπορούσε να την καταστήσει ακόμη πιο ευάλωτη σε πιέσεις, καθώς θα ενισχυθεί η γεωπολιτική της βαρύτητα, αλλά και οι κίνδυνοι που τη συνοδεύουν.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν όλα αυτά αποτελούν ρεαλιστική προοπτική ή απλώς θεωρίες που εξυπηρετούν επικοινωνιακές σκοπιμότητες. Η Ιστορία δείχνει ότι συμφωνίες σφαιρών επιρροής δεν είναι ξένες στη διεθνή πολιτική. Η Συμφωνία Σάικς-Πικό το 1916, η Διάσκεψη της Γιάλτας το 1945, ακόμη και οι αμερικανοκινεζικές συνεννοήσεις της δεκαετίας του ’70, υπενθυμίζουν ότι οι μεγάλες δυνάμεις έχουν κατά καιρούς καθορίσει το μέλλον περιοχών με μυστικές ή ημιεπίσημες συμφωνίες. Όπως σημειώνει πρόσφατη ανάλυση του Chatham House, «ο πειρασμός για παρασκηνιακές διευθετήσεις είναι υπαρκτός, αλλά το διεθνές περιβάλλον της πολυπολικότητας τις καθιστά πιο επισφαλείς και λιγότερο βιώσιμες». Το σημερινό διεθνές σκηνικό, με την κόπωση από τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ανάγκη των ΗΠΑ να ελέγξουν τις πηγές ενέργειας σε Μέση Ανατολή και Ανατολική Μεσόγειο, την επιθυμία τους να επικεντρωθούν στον ανταγωνισμό με την Κίνα, και τον ρωσικό στόχο να διασφαλίσει την επιβίωση του καθεστώτος Πούτιν, δημιουργεί κατάλληλο έδαφος για καλλιέργεια τέτοιων σεναρίων.
Για την Ευρώπη, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να παραμεριστεί από τις εξελίξεις. Αν πράγματι οι μεγάλες αποφάσεις ληφθούν σε αμερικανορωσικό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Ένωση κινδυνεύει να βρεθεί απλός θεατής, με τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, όπως η Κύπρος και η Ελλάδα, να υφίστανται τις πιο άμεσες συνέπειες. Από την ενεργειακή ασφάλεια μέχρι την εθνική κυριαρχία, οι προεκτάσεις μιας τέτοιας διευθέτησης θα ήταν βαριές και μακροπρόθεσμες.
Συμπερασματικά, δεν υπάρχει απόδειξη ότι έχει συναφθεί μια νέα Γιάλτα ανάμεσα σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ρωσία. Υπάρχει όμως πλήθος παρασκηνιακών αναφορών από δεξαμενές σκέψης που υπογραμμίζουν τις δυσκολίες στο ουκρανικό μέτωπο με τέτοιες φήμες που επανέρχονται, καθώς και μια διεθνής συγκυρία που δίνει έδαφος σε τέτοιες εικασίες. Το κατά πόσο όλα αυτά θα αποδειχθούν πραγματικότητα παραμένει αβέβαιο. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι οι σκιές ενός ενδεχόμενου γεωπολιτικού παζαριού πλανώνται πάνω από την Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, με επιπτώσεις που θα μπορούσαν να αναδιαμορφώσουν αυτό καθεαυτό το σύστημα διεθνούς ασφάλειας στον 21ο αιώνα.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη