Αφιερωμένο στη μάνα μου με καταγωγή από παραγωγούς καπνού.
Τα κατάφεραν πάλι. Οι Βρυξέλλες, με τα ροζ πνευμόνια και τη σοφία του τεχνοκράτη, αν υπάρχει κάτι τέτοιο, αποφάσισαν πως αυτό που χρειάζεται τώρα η Ευρώπη δεν είναι φτηνότερο φαγητό ή καλύτερες συγκοινωνίες, αλλά μια αύξηση 139% στον φόρο των τσιγάρων. Για το καλό μας.
Κι έτσι, εμείς οι τελευταίοι ρομαντικοί καπνιστές κοιτάμε ένα μέλλον όπου το πακέτο θα κοστίζει περισσότερο απ' το γεύμα μας. Το πακέτο που μας συντροφεύει στο μποτιλιάρισμα, στις καψούρες, στις διακοπές ρεύματος ή νερού θα ανέλθει λένε στα 7,5 ευρώ. Όσο για εμάς τους στρίφτες, άσε… στα 13 ευρώ (!) Αυτό δεν είναι δημόσια υγεία. Είναι δημοσιονομική ασφυξία.
Ξέρουμε πως το κάπνισμα σκοτώνει. Και το νοίκι σκοτώνει και το ρεύμα και ο καφές, τουλάχιστον το τσιγάρο μας άφηνε την ψευδαίσθηση της επιλογής. Τώρα, ακόμα κι αυτό το μικρό δημοκρατικό δικαίωμα - να πεθάνουμε με την ησυχία μας, ρουφηξιά-ρουφηξιά απειλείται.
Υπάρχει όμως ελπίδα. Όπως πάντα, από τη μητέρα πατρίδα, την Ελλάδα, τον τελευταίο προμαχώνα του νοτιοανατολικού καπνιστή. Αν κάποιος μπορεί να σηκωθεί στο Ecofin και να πει βραχνό «Όχι», είναι Έλληνας υπουργός με πακέτο στην τσέπη και βήχα στο στήθος.
Μόνο έτσι αυτό το νέο φούμαρο θα έχει την ίδια τύχη με τον αντικαπνιστικό νόμο για τους δημόσιους χώρους, τον πιο «γράφουμε-στα-παλιά-μας-τα-παπούτσια» ανεφάρμοστο νόμο στην ιστορία του ελληνικού κράτους.
Γιατί εδώ δεν καπνίζουμε απλώς. Καπνίζουμε μέσα στις κρίσεις, στα οικογενειακά τραπέζια, στα γραφεία και στα σκοτάδια της διακοπής ρεύματος. Και θα καπνίζουμε και μέσα από τις «καλές προθέσεις» των Βρυξελλών.
Αφήστε τους Σουηδούς να κρατήσουν τον καθαρό τους αέρα. Εμείς, οι καπνισμένες ψυχές της Μεσογείου, θα κρατήσουμε το τελευταίο μας τσιγάρο - όχι από αντίδραση, αλλά από αρχή. Ώς το τέλος, υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα να πεθάνουμε πριν την ώρα μας.