Κανένα δεν εκπλήσσει, που και ο τελευταίος κύκλος συναντήσεων για το θέμα της ΑΤΑ δεν οδήγησε πουθενά, γιατί όπως επισημάναμε και παλαιότερα, η απόσταση ανάμεσα στις θέσεις και τα θέλω των δύο πλευρών, δεν είναι απλά τεράστια, αλλά χαοτική και ανεξαρτήτως του τι λέει η μία και τι η άλλη πλευρά, ούτε η μία, ούτε η άλλη είναι διατεθειμένες, να κάνουν πραγματικά βήματα πίσω για να συναντηθούν κάπου.
Οι εργοδότες είναι πασιφανές, ότι εκείνο που στην πραγματικότητα επιδιώκουν και επιζητούν είναι την κατάργηση του θεσμού της ΑΤΑ και όχι την έστω και παραμικρή επέκτασή της. Για τους Κύπριους εργοδότες δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης της ΑΤΑ γιατί από τη φύση και φιλοσοφία τους δεν μπορούν να αντιληφθούν τι σημαίνει να ζεις με έναν μισθό και αυτόν κουτσουρεμένο και να παλεύεις να επιβιώσεις με αυτόν, την ώρα που η αγοραστική σου δύναμη συρρικνώνεται μήνα με τον μήνα, εξαιτίας της ανεξέλεγκτης αύξησης των τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες. Αντίθετα για τους εργοδότες η αύξηση των τιμών, σημαίνει αύξηση κερδών και αυτά δεν είναι διατεθειμένοι να τα μειώσουν επ' ουδενί.
Από την άλλη οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, έχουν αναγάγει το θέμα της ΑΤΑ -που φυσικά δεν αφορά όλους τους εργαζόμενους αλλά μία μερίδα μόνο- σε μείζον γι' αυτές ζήτημα, λες και δεν υπάρχουν άλλες προτεραιότητες και ανάγκες για να παλέψουν - και συζητούν μόνο τη μαξιμαλιστική θέση τους για 100% ΑΤΑ. Ούτε το γεγονός ότι μία μεγάλη μερίδα εργαζομένων δεν καλύπτεται με ΑΤΑ τους απασχολεί, ούτε το γεγονός ότι με τη σημερινή μορφή της η ΑΤΑ ευνοεί σκανδαλωδώς τους υψηλά αμειβόμενους του δημόσιου τομέα και αδικεί κατάφωρα τους μεσαίους και χαμηλά αμειβόμενους. Η δογματική αυτή προσέγγιση των συντεχνιών, μειώνει αισθητά τις διαπραγματευτικές τους δυνατότητες αλλά και τους αποστερεί και την ευρεία στήριξη από το σύνολο των εργαζομένων, γι' αυτό και οι απειλές τους για απεργίες δεν φοβίζουν και δεν πιέζουν ιδιαίτερα τους εργοδότες.
Με αυτά τα δεδομένα, δεν φαίνεται στον ορίζοντα καμία προοπτική, εργοδότες και συντεχνίες να τα βρουν στο θέμα της ΑΤΑ και η μόνη ίσως διέξοδος είναι η νομοθετική ρύθμιση του θέματος με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, μία ιδέα που έπεσε μεν στο τραπέζι από την κυβέρνηση αλλά γρήγορα αποσύρθηκε λόγω κάποιων αντιδράσεων.
Τώρα που είναι ακόμα πιο ξεκάθαρο ότι ο διάλογος ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη δεν πρόκειται να οδηγήσει πουθενά η κυβέρνηση οφείλει να επαναφέρει αυτή την ιδέα και να την προωθήσει στη Βουλή, ζητώντας και από τα κόμματα να αναλάβουν και εκείνα τις ευθύνες τους και να τη στηρίξουν και να πάψουν να σιγοντάρουν, εκ του αφαλούς, άλλα τους εργοδότες και άλλα τις συντεχνίες.