Πολλοί ισχυρίζονται ότι θα ήταν καταστροφικό να υπάρξει ρήξη στις σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας. Μια πρώτη ανάλυση του ισχυρισμού αυτού δείχνει την ορθότητα της θέσης. Η Ελλάδα είναι αναμφίβολα ο μόνος φυσικός, ανιδιοτελής και σταθερός μας σύμμαχος και γι’ αυτό είναι λογικό να προσπαθούμε να διαφυλάξουμε τη σχέση αυτή σαν κόρη οφθαλμού. Από την άλλη όμως ο ισχυρισμός περί άρρηκτων σχέσεων Αθηνών-Λευκωσίας, είναι ιστορικά πλήρως ατεκμηρίωτος. Είναι ένα ψέμα, ένας μύθος που από ευσεβή πόθο προσπαθούμε να τον παρουσιάσουμε ως πραγματικότητα «Κρείσσον ελέσθαι ψεύδος, ή αληθές κακόν», Προτιμότερο ένα ψέμα από μια κακή αλήθεια, κατά τον αρχαίο Έλληνα ποιητή Μένανδρο. Στην περίπτωση όμως των σχέσεων Ελλάδας-Κύπρου δεν μιλάμε για μια κακή αλλά για μια πικρή αλήθεια. Η πικρή αλήθεια, πλήρως ιστορικά τεκμηριωμένη, είναι ότι κατά κανόνα οι σχέσεις Αθηνών- Λευκωσίας ουδέποτε υπήρξαν καλές, αντίθετα υπήρξαν χείριστες μέχρι εχθρικές. Η απαρχή για τις σοβαρότατες διαφωνίες μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των Ελληνοκυπρίων ήταν το ενωτικό δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου του 1950. Μετά το αποτέλεσμα αυτό, οι Κύπριοι, με επικεφαλής την Εθναρχία, ζητούσαν τη διεθνοποίηση του Κυπριακού με προσφυγή στα ΗΕ. Το αίτημα αυτό έβρισκε την σθεναρή άρνηση των τότε Πρωθυπουργών Σοφοκλή Βενιζέλου, Νικόλαου Πλαστήρα και Αλέξανδρου Παπάγου. Οι λόγοι της διαφωνίας ήσαν πρώτον, οι πολύ καλές ελληνοβρετανικές σχέσεις και οι εξαρτήσεις της χρεωκοπημένης τότε Ελλάδας από τη Βρετανία και δεύτερον, το κυριότερο, οι Έλληνες ηγέτες διέβλεπαν τον κίνδυνο η Τουρκία να γίνει άμεσο μέρος του κυπριακού προβλήματος κάτι που τελικά έγινε και δικαίωσε τις ελληνικές επιφυλάξεις. Στις 20 Αυγούστου του 1954 έγινε η πρώτη προσφυγή χωρίς καμία επιτυχία η δε δεύτερη, το 1955, ούτε καν εξασφάλισε τη συναίνεση για εγγραφή του θέματος στην ημερήσια διάταξη της Γενικής Συνέλευσης. Το μόνο που πετύχαμε ήταν η εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό ως ενδιαφερόμενο μέρος, σε τέτοια έκταση, που το Κυπριακό από ελληνοβρετανικό θέμα κατέληξε ελληνοτουρκική διαφορά. Οι σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας συνέχισαν να είναι κακές μέχρι τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1959. Κατά την υπογραφή των συμφωνιών ο Μακάριος έδειξε τον απαράδεκτο χαρακτήρα και τις προθέσεις του.
Αν και συμφώνησε πλήρως με τις συμφωνίες Καραμανλή-Μεντερές στη Ζυρίχη, κατά την επικύρωση των συμφωνιών στο Λονδίνο προσπάθησε να παρουσιάσει την υπογραφή από μέρους του ως αντικείμενο εκβιασμού από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Μετά την ανεξαρτησία οι κακές σχέσεις έγιναν έντονες, όταν ο Μακάριος άρχισε να μιλά για αλλαγή 13 σημείων των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, κάτι που εύρισκε κάθετα αντίθετη την τότε κυβέρνηση Καραμανλή. Μετά την πτώση Καραμανλή, το καλοκαίρι του 1963, και την ανάδειξη στην εξουσία του Γεωργίου Παπανδρέου, με μια αδύναμη κυβέρνηση μειοψηφίας, ο Μακάριος, εκμεταλλευόμενος την πολιτική αστάθεια στην Ελλάδα, προχώρησε, τον Νοέμβριο του 1963, με την πρότασή του των 13 σημείων, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την ουσιαστική διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τις εχθροπραξίες μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Οι διαφωνίες μετά το 1963 πήραν επικίνδυνες διαστάσεις. «Άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε, επακολουθούν δε δυσμενέσταται συνέπειαι. Τιθέμεθα τοιουτοτρόπως ενώπιον ερωτήματος κατά ποίον τρόπον δυνάμεθα να χωρήσομεν προς το μέλλον», έγραφε σε σημείωμά του ο Γεώργιος Παπανδρέου προς τον Αρχιεπίσκοπο. «Ηπατήθην! Έθεσα εις την διάθεσίν σας τα πάντα. Ηνάλωσα τον εαυτόν μου διά την εξυπηρέτησιν της κοινής εθνικής υποθέσεως. Και εν τούτοις, δεν τηρούμαι ενήμερος ακόμη και επί σοβαρών γεγονότων, ως είναι τα γεγονότα της Μανσούρας», Έξαλλος ο Γεώργιος Παπανδρέου με τον Μακάριο. Πριν την τουρκική εισβολή υπήρξαν περιπτώσεις αντιπαραθέσεων Ελλάδας-Κύπρου οι οποίες δεν έμειναν πίσω από κλειστές πόρτες. Μετά την εισβολή, επειδή επικράτησε η λανθασμένη άποψη ότι θυσιάστηκε η Κύπρος για να επανέλθει η Δημοκρατία στην Ελλάδα, δεν τόλμησε κανένας Έλληνας Πρωθυπουργός, μέχρι και σήμερα, να διαφωνήσει ανοικτά με την κυπριακή ηγεσία. Η «ενοχή» της Ελλάδος, για την κυπριακή τραγωδία, είχε ακόμα μια ατυχή προέκταση. Υιοθετήθηκε το καταστροφικό δόγμα, «Η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάς συμπαρίσταται», με αποτέλεσμα το Κυπριακό να γίνει αντικείμενο άκρατου λαϊκισμού στην Ελλάδα.
Ο μόνος που τόλμησε να αμφισβητήσει το πιο πάνω δόγμα ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος το χαρακτήρισε «περί όνου σκιάς» και υιοθέτησε το «Συναποφασίζουμε», μια ορθή προσέγγιση γιατί οι εξελίξεις στην Κύπρο είχαν, έχουν και θα έχουν πάντα αντίκτυπο στον ευρύτερο ελληνισμό. Στη νεότερη ιστορία, μετά την τουρκική εισβολή του 1974, υπήρξαν περίοδοι όπου οι σχέσεις αυτές ήσαν καλές για διαφορετικούς βέβαια λόγους. Επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου οι σχέσεις ήσαν καλές, όχι γιατί τα μέρη συμφωνούσαν, αλλά γιατί ο τότε Έλληνας Πρωθυπουργός δεν ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά με το Κυπριακό. Οι γνωστοί πύρινοι λόγοι του για τη μεγαλόνησο εντάσσονταν στα πλαίσια του λαϊκισμού. Ίσως είναι ο Πρωθυπουργός που δεν έχει αφήσει το παραμικρό θετικό για το Κυπριακό. Η μόνη περίοδος που οι σχέσεις ήσαν πραγματικά καλές, ειλικρινείς και έντιμες, ήσαν επί προεδρίας Γλαύκου Κληρίδη και πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη. Η λαμπρή αυτή περίοδος έφερε αποτέλεσμα την ένταξη της Κύπρου στην ενωμένη Ευρώπη, κάτι που χαρακτηρίστηκε, πολύ σωστά, ως η μεγαλύτερη νίκη του ελληνισμού. Κατά γενικό κανόνα οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, μετά το 1974, θεωρούσαν το Κυπριακό ως ένα βαρίδι που δεν τολμούσαν να σηκώσουν, με αποτέλεσμα να ζημιώνεται όχι μόνο η Κύπρος αλλά και η Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Κώστας Καραμανλής. Αφού τορπίλισε την ευλογημένη συμφωνία Σημίτη - Γκιούλ, του Δεκεμβρίου του 1999 στο Ελσίνκι, δεν ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά με το Κυπριακό, με αποκορύφωμα τη διάσκεψη στο Μπούρκενστοκ, για το σχέδιο Ανάν, όπου παρουσιάστηκε χωρίς την παραμικρή συμβολή στην κρίσιμη τότε φάση του Κυπριακού. Αντί να παρουσιαστεί ως ο Έλληνας Πρωθυπουργός, παρουσιάστηκε ως ένας Έλληνας τουρίστας. Είναι κοινό μυστικό ότι ο Αλέξης Τσίπρας, ως ρεαλιστής πολιτικός, διαφωνούσε μεν με τον Νίκο Αναστασιάδη αλλά δεν είχε το θάρρος να συγκρουστεί μαζί του και ούτε να έρθει σε αντιπαράθεση με τον υπουργό του των Εξωτερικών, Νίκο Κοτζιά, κατά το τραγικό ναυάγιο στο Κραν Μοντανά. Για τον σημερινό Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, τα πράγματα είναι εξ ίσου δύσκολα. Ο ίδιος ακολουθεί τη σώφρονα πολιτική στα εθνικά θέματα. Ρεαλιστής, όπως και ο πατέρας του και συνάμα οραματιστής. Είναι διεκδικητικός αλλά ταυτόχρονα ξέρει να ελίσσεται.
Οι σχέσεις του με τον Κύπριο Πρόεδρο είναι ένα αίνιγμα, ένα σταυρόλεξο για γερούς λύτες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι διαφωνούν, και ας δηλώνουν συμπόρευση και σύμπνοια στα θέματα με την Τουρκία και κυρίως στο Κυπριακό. Ό μεν Έλληνας Πρωθυπουργός μιλά με καθαρό λόγο, ο δε κύπριος Πρόεδρος συνεχίζει μια ρητορική με στόχο να τους πείθει όλους. «Η εμπειρία του Κληρίδη και το απόσταγμα των τελευταίων δεκαετιών διδάσκουν ότι η καθήλωση μπορεί να σημαίνει και οπισθοχώρηση και ότι πίσω από τις κορώνες του ψευτοπατριωτισμού κρύβονται οι αποτυχίες του μέλλοντος», είπε με έμφαση ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον επιμνημόσυνό του λόγο την περασμένη Κυριακή, κατά το 12ο μνημόσυνο του αείμνηστου Γλαύκου Κληρίδη. Σαφέστατα τα μηνύματα και οι αιχμές που αφορούν την κυπριακή ηγεσία, νυν και τέως, χωρίς όμως να έρχεται σε αντιπαράθεση. Νομίζω η αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πλήρη περιγραφή της λύσης του Κυπριακού, Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, κάτι που σκόπιμα αποφεύγει ο Νίκος Χριστοδουλίδης, είναι η πεμπτουσία της διαφωνίας του με τις πρακτικές και τη ρητορική του ΠτΔ. Εν κατακλείδι, οι «άρρηκτες» σχέσεις Αθηνών Λευκωσίας, αν και απαραίτητη προϋπόθεση για τον αγώνα για επιβίωση του κυπριακού ελληνισμού, είναι ένας αβάσιμος ισχυρισμός, ένας μύθος, ένα ψέμα που είμαστε αναγκασμένοι, υπό τας περιστάσεις, να συντηρούμε.θε






