Έχει πλέον γίνει υπερβολικά προφανές ότι η λειτουργία του Τύπου ως «φύλακα» διαβρώνεται. Kαι μαζί, ένα από τα βασικά δημοκρατικά αντίβαρα. Η δημοσιογραφία υποτίθεται ότι λειτουργεί ως αντιστάθμισμα στις εκτελεστικές, νομοθετικές και δικαστικές εξουσίες, μια δύναμη που αποκαλύπτει, ενημερώνει και απαιτεί λογοδοσία. Φυσικά, στις μέρες μας πολλοί άνθρωποι τη βλέπουν όλο και περισσότερο ως μεροληπτική, θορυβώδη ή καθοδηγούμενη από ατζέντα, μια δυσπιστία που αποτελεί από μόνη της συνέπεια των πιέσεων και των βαθιών προκλήσεων που αντιμετωπίζει το επάγγελμα.
Στη θεωρία των κοινωνικών επιστημών, τα ΜΜΕ αναφέρονται ως η «Τέταρτη Εξουσία», η άτυπη τέταρτη δύναμη που κρατά τις άλλες τρεις υπό έλεγχο. Ωστόσο, η «βιομηχανία των μίντια» (κι ας συνεχίζουμε να λέμε ότι το δικό μας επάγγελμα δεν είναι δουλειά αλλά λειτούργημα) λαμβάνει χαμηλότερες αμοιβές, λιγότερη προστασία, μικρότερη πολιτική στήριξη (ξεχνάω πλέον από πότε συζητούμε τον περί Τύπου Νόμο) και πολύ λιγότερη οικονομική βιωσιμότητα από οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία. Αν τα ΜΜΕ είναι πράγματι η «τέταρτη εξουσία», τότε είναι η μόνη που η κοινωνία -η παγκόσμια, όχι μόνο η δική μας- έχει επιτρέψει να περιέλθει σε παρακμή.
Τα στοιχεία από μόνα τους δείχνουν πόσο θλιβερή είναι η κατάσταση, καθώς οι νέοι άνθρωποι δεν μπορούν να πληρώσουν ενοίκιο ούτε να φύγουν από το πατρικό τους για να «ξεκινήσουν τη ζωή τους». Υπάρχουν νεαροί δημοσιογράφοι στην Ελλάδα με εμπειρία τριών ετών που κερδίζουν 700–1.500 ευρώ τον μήνα, ενώ στην Κύπρο κάποιοι ξεκινούν μετά βίας με 1.200 ευρώ και μιλάμε για επιστήμονες με πτυχία και μεταπτυχιακά.
Στην Τουρκία, οι μισθοί είναι τόσο χαμηλοί, με τον κατώτατο μισθό να βρίσκεται κάτω από τα 500 ευρώ, ώστε πολλοί νέοι δημοσιογράφοι αναγκάζονται να κάνουν δεύτερη δουλειά απλώς για να επιβιώσουν. Ακόμη και στη Γερμανία, όπου οι συνθήκες είναι συγκριτικά καλύτερες, οι αρχικοί μισθοί υστερούν σημαντικά έναντι των εταιρικών κλάδων. Την ίδια στιγμή, οι εταιρείες των Big Four πληρώνουν τους νέους υπαλλήλους τους 40.000–54.000 ευρώ τον χρόνο, δείχνοντας ξεκάθαρα πού αποδίδεται η οικονομική αξία.
Αυτή η οικονομική ανισορροπία έχει βαθιά ψυχολογική επίδραση στους νέους δημοσιογράφους. Πολλοί μπαίνουν στον χώρο με ιδεαλισμό, αλλά γρήγορα έρχονται αντιμέτωποι με εξουθένωση, αστάθεια και περιορισμένη επαγγελματική εξέλιξη. Βλέπουν συνομήλικούς τους στην τεχνολογία, τα χρηματοοικονομικά ή το περιβόητο consulting να κερδίζουν πολλαπλάσια και να απολαμβάνουν καθαρότερες προοπτικές καριέρας και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Υπό αυτές τις πιέσεις, το ερώτημα είναι: πού βρίσκεται το κίνητρο για να μπουν οι νέοι στη δημοσιογραφία ή να παραμείνουν σε αυτήν; Η απάντηση είναι ότι θα τους αντικαταστήσει το ΑΙ, αλλά με τη δημοκρατία τι θα γίνει;
Και πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε τη δυσάρεστη αλήθεια ότι πολλά από τα προβλήματά μας προέρχονται από το ίδιο το επάγγελμα. Η δημοσιογραφία δεν προσαρμόζεται πάντα γρήγορα ή σωστά στις ψηφιακές πραγματικότητες. Πολλά ΜΜΕ απέτυχαν να καινοτομήσουν, αντιστάθηκαν σε σύγχρονα επιχειρηματικά μοντέλα ή προσκολλήθηκαν σε παρωχημένα συστήματα πολύ μετά την κατάρρευση των εσόδων.
Οι νεότεροι δημοσιογράφοι συχνά νιώθουν ότι δεν εκπαιδεύονται σωστά, ότι δεν καθοδηγούνται επαρκώς και ότι πιέζονται να παράγουν γρήγορο, χαμηλής ποιότητας περιεχόμενο για να ταΐσουν τον αλγόριθμο και όχι το δημόσιο συμφέρον. Αυτή η εσωτερική στασιμότητα συμβάλλει στη μείωση της εμπιστοσύνης και αποδυναμώνει τα ίδια τα θεμέλια της δημοσιογραφίας.
Ωστόσο, το να ρίχνουμε όλο το φταίξιμο στους δημοσιογράφους χάνει την ουσία. Δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως θεματοφύλακες χωρίς πόρους, χρόνο ή θεσμική υποστήριξη. Μια κοινωνία που περιμένει από τους δημοσιογράφους να υπερασπιστούν τη δημοκρατία, αλλά αρνείται να τους προστατεύσει, βρίσκεται σε μια επικίνδυνη αντίφαση. Αν η «τέταρτη εξουσία» καταρρεύσει, δεν θα φταίνε οι νέοι δημοσιογράφοι, αλλά το σύστημα που πρώτοι εμείς επιτρέψαμε να καταρρεύσει γύρω τους.






