Tις τελευταίες εβδομάδες, ένα νέο αφήγημα φαίνεται να διαμορφώνεται στη δημόσια συζήτηση γύρω από το Κυπριακό. Ότι ο νέος Τουρκοκύπριος ηγέτης, Τουφάν Έρχιουρμαν, «αποδομείται» από μερίδα Ελληνοκυπρίων. Ο όρος «αποδόμηση» χρησιμοποιείται με έντονο συναισθηματικό φορτίο, υπονοώντας μια οργανωμένη προσπάθεια υπονόμευσης της αξιοπιστίας ή της πολιτικής δυναμικής του Έρχιουρμαν, που εμφανίστηκε ως πρόσωπο μετριοπαθές, διαλλακτικό και υπέρ της επανέναρξης των συνομιλιών. Πίσω, όμως, από τον ισχυρισμό αυτό, διαφαίνεται να κρύβεται ένα σύνθετο πλέγμα αντιλήψεων, φοβιών και πολιτικών ανασφαλειών που αντανακλούν περισσότερο τις εσωτερικές αντιφάσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς, παρά μια πραγματική δυνατότητα επηρεασμού ή «αποδόμησης» ενός Τουρκοκύπριου ηγέτη.
Η έννοια της αποδόμησης προϋποθέτει δύναμη επιρροής, επικοινωνιακή ή πολιτική, πάνω στο κοινό του άλλου. Εδώ, όμως, τίθεται το πρώτο εύλογο ερώτημα. Πώς είναι δυνατόν οι Ελληνοκύπριοι, σε μια περίοδο όπου οι διακοινοτικές επαφές παραμένουν υποτονικές και η τουρκοκυπριακή κοινή γνώμη κινείται σε εντελώς διαφορετικά πολιτικά και κοινωνικά δίκτυα, να επηρεάσουν ουσιαστικά την εικόνα ενός ηγέτη στην άλλη πλευρά; Η τουρκοκυπριακή κοινότητα έχει τη δική της πολιτική σκηνή, τα δικά της ΜΜΕ και ένα ιδιαίτερο πλέγμα υποτέλειας και σχέσεων με την Άγκυρα που καθορίζει πιο πολύ το πολιτικό μέλλον κάθε Τουρκοκύπριου ηγέτη από οποιοδήποτε ελληνοκυπριακό σχόλιο ή άρθρο γνώμης.
Αν εξετάσουμε την πρόσφατη ιστορία, είναι φανερό ότι η τύχη των Τουρκοκυπρίων ηγετών δεν καθορίστηκε ποτέ από το τι έλεγαν ή πίστευαν οι Ελληνοκύπριοι. Ο Μουσταφά Ακιντζί, παρ’ ότι αγαπήθηκε από πολλούς Ελληνοκύπριους ως «ο ηγέτης της ειρήνης», ηττήθηκε στις εκλογές από τον Ερσίν Τατάρ, που εξέφρασε σκληρότερα, πιο εθνικιστικά μηνύματα. Η καθοριστική παράμετρος τότε ήταν η στάση της Άγκυρας, όχι η «στήριξη» ή η «κριτική» από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Ομοίως, ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, που είχε φτάσει κοντά σε συμφωνία με τον Δημήτρη Χριστόφια, δεν έχασε την επιρροή του λόγω ελληνοκυπριακών αντιδράσεων, αλλά επειδή η τουρκοκυπριακή κοινότητα βίωσε μια εσωτερική στροφή προς τη συντήρηση και την πλήρη εξάρτηση από την Τουρκία.
Η σημερινή περίπτωση του Έρχιουρμαν δεν είναι διαφορετική. Ο ηγέτης του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος, που κέρδισε την εμπιστοσύνη των Τουρκοκυπρίων και εποίκων στις πρόσφατες εκλογές, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη για αναθέρμανση του διαλόγου και στη διαρκή πίεση της Άγκυρας για προσήλωση στη «λύση δύο κρατών». Η πρόκληση για τον Έρχιουρμαν δεν είναι να πείσει τους Ελληνοκυπρίους, αλλά να επιβιώσει πολιτικά μέσα σ’ ένα σύστημα όπου η Άγκυρα ελέγχει την υποτελή σ’ αυτήν «ΤΔΒΚ», τον προϋπολογισμό, την άμυνα και, σε μεγάλο βαθμό, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Η ιδέα ότι κάποιοι Ελληνοκύπριοι «τον αποδομούν» μοιάζει περισσότερο με αντανάκλαση μιας εσωτερικής φοβίας, ενοχής, ή διχασμού. Από τη μια πλευρά, υπάρχει στην ελληνοκυπριακή κοινωνία η σταθερή τάση υπερβολικής ιδεολογικοποίησης κάθε Τουρκοκύπριου ηγέτη. Οι μετριοπαθείς τον εξιδανικεύουν ως «ευκαιρία για λύση», ενώ οι σκληροπυρηνικοί τον καταδικάζουν ως «όργανο της Άγκυρας». Όταν ο «καλός» ηγέτης δεν συμπεριφέρεται όπως αναμένεται, όπως ο Ακιντζί μετά το Κραν Μοντανά, η απογοήτευση μετατρέπεται σε καχυποψία. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και η πολιτική σχολή που θεωρεί κάθε προσέγγιση προς τους Τουρκοκύπριους επικίνδυνη ή αφελή. Ανάμεσα στις δύο αυτές αντιλήψεις, η πολιτική σκέψη συχνά εγκλωβίζεται σε ένα αφήγημα «ενδοτισμού» ή «υπονόμευσης», ανάλογα με το ποιος μιλά και για ποιον.
Ο ισχυρισμός περί «αποδόμησης» του Έρχιουρμαν, επομένως, δεν αφορά τόσο τον ίδιο, όσο την εσωτερική ψυχολογία της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Αποτελεί ένδειξη της διαρκούς ανασφάλειας που αντιμετωπίζεται κάθε κίνηση της τουρκοκυπριακής πλευράς, είτε ως απειλή, είτε ως «ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί». Όταν κάποιοι κύκλοι εκφράζουν επιφυλάξεις για τις δηλώσεις ή τα ανοίγματα του Έρχιουρμαν, αντιμετωπίζονται αμέσως ως «αρνητές της λύσης». Έτσι, αντί για ψύχραιμη ανάλυση των πραγματικών προθέσεων του Τουρκοκύπριου ηγέτη, παράγεται ένας νέος μικρός εσωτερικός διχασμός, για το ποιος είναι «υπέρ» ή «κατά» του Έρχιουρμαν. Ωστόσο, εκείνο που πραγματικά υφίσταται, είναι ότι η ελληνοκυπριακή δημόσια σφαίρα δεν έχει τη δύναμη να καθορίσει το μέλλον της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Αυτό που μπορεί, και οφείλει, είναι να καθορίσει τη δική της πολιτική στάση έναντι της τουρκοκυπριακής κοινωνίας συνολικά. Το να μετατρέπεται ο εκάστοτε Τουρκοκύπριος ηγέτης σε σημείο εσωτερικής αντιπαράθεσης δεν εξυπηρετεί, ούτε τη στρατηγική της ελληνοκυπριακής κοινότητας, ούτε τη διαπραγματευτική προοπτική. Αντί να αναλωνόμαστε σε υποψίες για «αποδόμηση» ή σε υπερβολές θαυμασμού, θα πρέπει να εστιάσουμε στο πώς δημιουργείται ένα περιβάλλον ουσιαστικού διαλόγου, πέρα από προσωποκεντρικά στερεότυπα.
Η δημόσια συζήτηση γύρω από τον Έρχιουρμαν αποκαλύπτει και κάτι άλλο, την απουσία μιας ενιαίας, συνεκτικής στρατηγικής από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Ενώ η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη επιχειρεί να κρατήσει ανοιχτό το παράθυρο επανέναρξης των συνομιλιών, με τη στήριξη των Ηνωμένων Εθνών, το πολιτικοκοινωνικό σύστημα παραμένει κατακερματισμένο ανάμεσα σε εκείνους που πιστεύουν στη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, και σε εκείνους που θεωρούν ότι το μοντέλο αυτό είναι επιζήμιο και άδικο. Σ’ αυτό το κλίμα, η στάση απέναντι στον Έρχιουρμαν λειτουργεί ως υποκατάστατο για να εκφραστούν βαθύτερες διαφωνίες γύρω από το ίδιο το όραμα της λύσης.
Υπάρχει, βεβαίως, και μια άλλη διάσταση, η επικοινωνιακή. Στον δημόσιο διάλογο, ειδικά στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, κυκλοφορούν αποσπασματικές ή μεταφρασμένες δηλώσεις Τουρκοκυπρίων ηγετών, συχνά χωρίς το πλήρες τους πλαίσιο. Κάθε τέτοια δήλωση ερμηνεύεται ως απόδειξη «στροφής» ή «υποχώρησης». Η «υπερπληροφόρηση» και η έλλειψη αντικειμενικών διαύλων ενημέρωσης τροφοδοτούν ένα τοξικό περιβάλλον, όπου η εμπιστοσύνη εξανεμίζεται πριν καν δοκιμαστεί. Έτσι, συμβάλλουν άθελά τους στη διαμόρφωση μιας εικόνας δυσπιστίας και ειρωνείας, που τελικά υπονομεύει κάθε προσπάθεια επαναπροσέγγισης. Από την άλλη, κατηγορίες όπως εκείνες που μιλούν για «αποδόμηση», αντανακλούν τελικά αρνητικά στην επίτευξη ομοψυχίας και κοινής γραμμής στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Όταν λέγεται ότι Ελληνοκύπριοι «αποδομούν» τον Έρχιουρμαν, αυτό υποδηλώνει έλλειψη αυτοπεποίθησης και δύναμης ενότητας. Προβάλλει την ιδέα ότι οι εσωτερικές διαφωνίες ή οι επικριτικές φωνές αποτελούν απειλή, αντί ένδειξη δημοκρατικής πολυφωνίας. Στην πραγματικότητα, μια κοινωνία που φοβάται να ασκήσει κριτική σε έναν άλλο ηγέτη, από φόβο μήπως «τον αποδομήσει», αποκαλύπτει περισσότερο τη δική της πολιτική ανασφάλεια. Ο Έρχιουρμαν, όπως και κάθε Τουρκοκύπριος ηγέτης, θα κριθεί τελικά από το αν μπορέσει να ισορροπήσει μεταξύ των πιέσεων της Άγκυρας και των προσδοκιών της κοινότητάς του, όχι από το τι λέγεται στην ελεύθερη Κύπρο ή στα ελληνοκυπριακά Μέσα. Το ερώτημα για την ελληνοκυπριακή πλευρά δεν είναι αν μπορεί να τον «αποδομήσει», αλλά αν μπορεί να τον κατανοήσει, να διακρίνει πότε μιλά ως πολιτικός υπό περιορισμό και επιβολή, και πότε ως αυτόβουλος και ειλικρινής συνομιλητής.
Σε τελική ανάλυση, ο ισχυρισμός περί «αποδόμησης» δεν είναι παρά μια πολιτική υπερβολή. Κανένας Ελληνοκύπριος δεν έχει τη δύναμη να διαμορφώσει την τουρκοκυπριακή πολιτική πραγματικότητα. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να επαναπροσδιορίσει τον τρόπο που ο ίδιος την αντιλαμβάνεται. Αντί να προβάλλουμε στους Τουρκοκύπριους τις δικές μας εσωτερικές αντιθέσεις, ίσως ήρθε η ώρα να αναζητήσουμε το απαιτούμενο κοινό έδαφος με νηφαλιότητα και σοβαρότητα. Γιατί στο τέλος, η μόνη αποδόμηση που κινδυνεύουμε να προκαλέσουμε, δεν είναι εκείνη του Έρχιουρμαν, αλλά της δικής μας πολιτικής αυτογνωσίας, πειστικότητας και εξυπηρέτησης του καλώς νοούμενου συμφέροντός μας.
*Πανεπιστημιακού-ανθρωπολόγου, πρώην πρύτανη






