Ποιος είναι, άραγε, ο άριστος εκπαιδευτικός; Εκείνος που τον βαθμολογεί ο επιθεωρητής του με 40/40 ή εκείνος που μένει για πάντα χαραγμένος στο μυαλό και στις ψυχές των μαθητών του;
Τις προάλλες πέτυχα τυχαία στον φούρνο μια καθηγήτριά μου, την κυρία Ιωάννα. Διάλεγα ψωμί και ξαφνικά την άκουσα να μιλά στο τηλέφωνο. Αναγνώρισα αμέσως τη φωνή της και πλησίασα να τη χαιρετήσω. Της πήρε κάποια δευτερόλεπτα να με αναγνωρίσει, έχουν περάσει εξάλλου και κάποια χρόνια από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε. Αφού κατάλαβε ποια είμαι, πιάσαμε την κουβέντα, με ρώτησε τι κάνω με τη ζωή μου, πώς είμαι. Δεν μιλήσαμε πολύ αλλά έστω και εκείνα τα 2-3 λεπτά που τα είπαμε ήταν αρκετά για να με κάνουν να θυμηθώ πώς δίδασκε η κ. Ιωάννα.
Δεν ήταν μια συμβατική καθηγήτρια που την ενδιέφερε απλά να μάθουμε απ' έξω το ποίημα του τάδε ποιητή και να μας πει για να παπαγαλίσουμε εμείς στη συνέχεια τα κρυμμένα νοήματα. Δεν μας έδωσε ποτέ σημειώσεις για να μάθουμε ένα θέμα, για το οποίο στη συνέχεια θα έπρεπε να γράψουμε και καλά έκθεση ιδεών. Δεν μας έκρινε ποτέ για τις θέσεις, τις απόψεις και τα επιχειρήματά μας. Δεν ξέρω πώς αλλά κατάφερνε μια τάξη με 25 όχι και τόσο ήσυχους μαθητές να συμμετέχουμε σχεδόν όλοι στο μάθημά της. Να μην βλέπουμε συνεχώς το ρολόι ανυπομονώντας για το πότε θα κτυπήσει το κουδούνι.
Ήταν εκείνη η εκπαιδευτικός η οποία στις εκδρομές έβαζε μουσική από το κινητό της και μας παρέσυρε όλους μαζί της στον χορό. Μέχρι και θέατρο είχαμε κανονίσει και πήγαμε μαζί της. Είκοσι πέντε μαθητές 16-17 ετών είχαμε πάει, αν θυμάμαι καλά, να δούμε τις Τρεις Αδερφές του Τσέχοφ.
Δεν θυμάμαι ούτε πώς μας χώριζε σε ομάδες ούτε πόσες σελίδες είχαμε να διαβάσουμε πριν από το διαγώνισμα. Δεν θυμάμαι καν αν ακολουθούσε πιστά το εγχειρίδιο. Κι όμως, θυμάμαι ότι με έκανε να θέλω να μάθω. Θυμάμαι ότι μας αντιμετώπιζε ως ανθρώπους που είχαν κάτι να πουν, όχι ως μαθητές που έπρεπε να αναπαραγάγουν κάτι που ειπώθηκε.
Και ίσως εκεί να κρύβεται αυτό που δεν μπορούμε ποτέ να μετρήσουμε. Η διαφορά ανάμεσα στον εκπαιδευτικό που σε «μαθαίνει» και σε εκείνον που σε βοηθά να βρεις φωνή. Το πρώτο μπορεί να μπει σε κριτήριο, το δεύτερο όχι. Το πρώτο τελειώνει μαζί με την ενότητα στο βιβλίο, το δεύτερο σε συνοδεύει για χρόνια.
Και αν σήμερα συζητάμε για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, πριν αποφασίσουμε ποιος θα τους βαθμολογεί ή πόση θα είναι η κλίμακα, ίσως πρέπει πρώτα να αποφασίσουμε τι αξίζει να βαθμολογείται. Γιατί άλλο να αξιολογείς αν κάποιος τελειώνει σωστά την ύλη κι άλλο να αξιολογείς αν κάνει τους μαθητές να θέλουν να μάθουν. Άλλο να εξετάζεις αν ακολουθεί οδηγίες κι άλλο να βλέπεις αν ανοίγει δρόμους.
Και κάπου εδώ γεννάται το ερώτημα. Μπορεί ένα σύστημα αξιολόγησης να προστατεύσει αυτούς τους εκπαιδευτικούς; Εκείνους που δεν βολεύονται στη σιωπή και στη μηχανική αναπαραγωγή, που δεν «τελειώνουν απλώς ενότητες», που σπάνε το σχέδιο διδασκαλίας για να δώσουν χρόνο σε μια ιδέα που αξίζει, που αρνούνται να αντιμετωπίσουν την τάξη σαν ρολόι που τρέχει; Μπορεί να τους ενθαρρύνει; Να τους πολλαπλασιάσει;
Ίσως η απάντηση να μην είναι άμεσα ορατή. Θα φανεί μόνο όταν -και αν- εφαρμοστεί ένα σύστημα που δεν αντιμετωπίζει τον εκπαιδευτικό σαν εκτελεστή οδηγιών αλλά ως άνθρωπο που διαμορφώνει συνθήκες μάθησης. Ένα σύστημα που δεν επιβραβεύει απλώς την τήρηση προγράμματος αλλά την καλλιέργεια κλίματος. Που δεν ζητά να γεμίσουν τα κουτάκια ενός εντύπου αλλά να γεμίσει ένα παιδί με αυτοπεποίθηση.






